humanact.gr

Η ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ

E-mail Εκτύπωση PDF
Ευρετήριο Άρθρου
Η ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ
Διεθνείς θεωρίες
Η διακυβερνητική των αγορών
Όλες οι Σελίδες

Η εποχή της επιβολής των αγορών επί των πολιτικών των εθνικών κυβερνήσεων δημιουργεί μεγάλα φορτία ρίσκου, επικίνδυνα για τους λαούς.

   Η ΝΕΑ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟ ΜΕΤΑΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

Ο κόσμος επιβεβαιώνει την περιγραφή που τον εμφανίζει ως ένα άναρχο σύστημα πολιτικών και οικονομικών σχέσεων χωρίς κέντρο παγκόσμιας διακυβέρνησης.

Τα τελευταία είκοσι και κάτι χρόνια, μετά δηλαδή την ρευστοποίηση της σοβιετικής Ένωσης, η πολιτική ισχύς ενός κράτους δεν επιδιώκεται μέσω των παραδοσιακών εργαλείων της στρατιωτικής υπεροχής, της γεωγραφικής επέκτασης και της στρατηγικής των εθνικών περιχαρακώσεων αλλά μέσω του πεδίου των οικονομικών αλληλεξαρτήσεων και της εξάπλωσης νέων μεθόδων χρησιμοποίησης του χρήματος.

Η μετατόπιση αυτή στις διεθνείς σχέσεις από τη στρατηγική της μιλιταριστικής πολιτικής μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων στη δημοκρατική ανταλλαγή οικονομικών μέσων, οφείλεται κατά πρώτο λόγο στην εξασφάλιση μέγιστης καταστροφικής δύναμης που αποκτήθηκε λόγω των πυρηνικών όπλων. Οι μείζονες δυνάμεις του πλανήτη δεν σκέφτονται πλέον να προβούν στη χρήση εξοντωτικών όπλων γιατί το κόστος θα ήταν ανυπολόγιστο για τις ίδιες και τον κόσμο ολόκληρο αλλά και γιατί μετά από ένα πυρηνικό πόλεμο γνωρίζουν καλά πως δεν μπορεί να υπάρξει νικητής. 

Οι συμβατικοί πόλεμοι που σημάδεψαν τον εικοστό αιώνα απαιτούσαν ραφιναρισμένες στρατηγικές αποδυνάμωσης του αντιπάλου, ικανότητα κινητοποίησης μεγάλου μεγέθους του εθνικού πλούτου και των ανθρώπων, διορατικές δεξιότητες και ικανότητες πειθούς, απαιτούσαν με άλλα λόγια πολιτικούς κυβερνήτες και μορφές ηγεσίας υψηλών προδιαγραφών.

Η κρατική ισχύς αντλούνταν από την στρατιωτική υπεροχή, τους εξοπλισμούς και την ικανότητα κρατικών συμμαχιών.

Στο σύντομο αυτό άρθρο για την κρατική και παγκόσμια ισχύ, θα δούμε ποιες θεωρίες και πρακτικές είναι εν ισχύ, θα τις αντιπαραβάλουμε με την πραγματικότητα για να δούμε αν πράγματι ανταποκρίνονται στα δεδομένα και αν η συνέχιση τους είναι αποδοτική ή σημαίνει κατασπατάληση πόρων για εξοπλισμούς και τα παρόμοια.

Σημείωσα κιόλας ότι έχει παρατηρηθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια μια μεταβολή στους παράγοντες που άλλοτε προσέδιδαν ισχύ στα κράτη ή στους συνασπισμούς κρατών. Οι νέοι παράγοντες είναι διαφορετικού περιεχομένου από τους συμβατικούς αλλά αυτό δεν έχει ακόμα κατανοηθεί πλήρως από τους ασκούντες διεθνή πολιτική. Τους διεθνείς θεσμούς, τις περισσότερες κυβερνήσεις και τους επίσημους γραφειοκράτες. Φυσικά τα κράτη δεν έχουν παραιτηθεί από την επιδίωξη για ισχύ και κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να την αποκτήσουν ή να τη διατηρήσουν. Η επιρροή που αγωνίζονται να κατακτήσουν δεν σημαίνει ταυτόχρονα και ηγεμονία έναντι άλλων κρατών αλλά βελτίωση της θέσης τους στο παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας. Όμως έχουν αναδειχθεί νέα πεδία από τα οποία αναβλύζει η ισχύς και η οποία δεν είναι απαραίτητο να καταλήγει στην κρατική ενδυνάμωση. Σχηματίζονται νέοι διεθνείς πόλοι ισχύος που έρχονται κατά πρόσωπο αντιμέτωποι με την ισχύ των εθνικών κρατών.

Η νέα γεωπολιτική επιρροή απαιτεί και η ίδια ισχύ αλλά αυτή φαίνεται να  προέρχεται από το πεδίο της οικονομικής και υλικής ευημερίας,  δηλαδή από το πεδίο της χρησιμοποίησης και εκμετάλλευσης των πόρων και της τεχνολογίας. Τα κράτη συναγωνίζονται να αυξήσουν την εθνική τους παραγωγή και το επίπεδο ευημερίας τους, εφαρμόζοντας στρατηγικές που επιδιώκουν να αποδυναμώσουν την αντίστοιχη στρατηγική των αντιπάλων τους. Επειδή το πεδίο της διεθνούς οικονομίας και της ανάλογης αγοράς έχει και αυτό πεπερασμένα όρια, το νέο παίγνιο στρατηγικής δεν καταλήγει σε ένα αποτέλεσμα του τύπου κερδίζω – κερδίζεις. Θα πρέπει συνεπώς να αποδεχθούμε ότι μακροπρόθεσμα τα κέρδη του ενός αποβαίνουν στις ζημιές του άλλου. Το τρέχον παράδειγμα του νομισματικού ανταγωνισμού Κίνας και ΗΠΑ, είναι κάτι περισσότερο από απόδειξη, όπως επίσης και ότι  το έλλειμμα του ενός είναι το πλεόνασμα του άλλου. Με άλλα λόγια ίσως είναι ένα γεωοικονομικό παίγνιο μηδενικού αθροίσματος αν και στη περίπτωση αυτή οι ποιοτικές κατηγορίες που συνέχουν τις διεθνείς σχέσεις δεν είναι απολύτως εύκολο να ποσοτικοποιηθούν.

Ο αγώνας των κρατών για απόκτηση ισχύος αναπαριστά τον ανταγωνισμό για την κατοχύρωση της εθνικής ασφάλειας. Αυτό σημαίνει πως η εμπιστοσύνη μεταξύ τους, τουλάχιστον μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων δεν είναι εξασφαλισμένη. Παρά το γεγονός ότι οι οικονομικές αλληλεξαρτήσεις γίνονται ολοένα και ισχυρότερες, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν διεθνείς θεσμοί, όπως ο ΟΗΕ, στις διαδικασίες των οποίων υποτίθεται ότι μπορούν να επιλυθούν οι οποιεσδήποτε διαφορές, εντούτοις η καχυποψία παραμένει και οδηγεί τις κρατικές ηγεσίες να διατηρούν και να επεξεργάζονται κρυφές εθνικές ατζέντες. Οι λόγοι όμως που γεννούν την καχυποψία δεν είναι ο φόβος για εδαφική επέκταση σε βάρος τους, όπως θα δούμε, αλλά αφορούν στις μεγάλες διακυμάνσεις των ασταθών λειτουργιών του νέου διεθνούς συστήματος.

Οι θεωρίες για τις διεθνείς σχέσεις είναι πολλές αλλά επικρατούν κατά το πλείστον δύο. Η φιλελεύθερη θεωρία και ο ρεαλισμός. Η πρώτη υποστηρίζει ότι εφ’ όσον τα κράτη έχουν εγκαταστήσει δημοκρατικά καθεστώτα στη βάση των ανοικτών αγορών, οι διαμάχες που οδηγούν σε ανοικτές συγκρούσεις είναι σχεδόν απίθανες. Αντίθετα ο ρεαλισμός, επιθετικός ή αμυντικός, υποστηρίζει ότι όσο και αν τα κράτη έχουν αναπτύξει οικονομικές και εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους, αυτό δεν τα παρεμποδίζει,  όταν θεωρούν ότι απειλείται η εθνική τους ασφάλεια, να χρησιμοποιήσουν ακόμα και το στρατιωτικό τους δυναμικό. Το παράδειγμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, που διέκοψε τις διαδικασίες της πρώτης φάσης της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της διεθνοποίησης των αγορών, επιστρατεύεται για να επιβεβαιώσει αυτή τη θεωρία.



Dedicated Cloud Hosting for your business with Joomla ready to go. Launch your online home with CloudAccess.net.