humanact.gr

Η ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

E-mail Εκτύπωση PDF
Ευρετήριο Άρθρου
Η ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
Μικροϊδιοκτησία - Μικροκαλλιέργεια
Οι εξελίξεις στη Βιομηχανία
Όλες οι Σελίδες

              Η ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

 

Ως προς τον τρόπο με τον οποίο η Ελλάδα παράγει διάφορα αγαθά και υπηρεσίες έχουν γραφεί πολλά βιβλία και δοκίμια στο πρόσφατο και απώτερο παρελθόν και θα γραφούν ακόμα περισσότερα στο μέλλον.

Όσο οι έρευνες των ιστορικών αρχείων και γραπτών μαρτυριών φέρνουν στο φως και νέα στοιχεία τόσο θα διαμορφώνονται και πληρέστερες θεωρίες για τις αρχικές συνθήκες που συντέλεσαν στη διαμόρφωση της οικονομίας και κοινωνίας του 19ου και 20ου αιώνα. Για τον τρόπο δηλαδή που φεουδαρχικές σχέσεις εξελίχθηκαν αργά σε κεφαλαιοκρατικές.

Οι περισσότεροι συγγραφείς, (ιστορικοί, οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι), που ασχολήθηκαν με το θέμα, συμπίπτουν στην άποψη ότι ο ελληνικός καπιταλισμός έχει ακολουθήσει διαφορετική πορεία από εκείνη των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, τα κοινά σημεία των οποίων είναι ελάχιστα. Είναι και  το μόνο σημείο στο οποίο συμπλέουν οι μελετητές γιατί σε όλα τα άλλα πεδία οι απόψεις είναι πολλαπλές και αντιφατικές.

Ελληνική ιστοριογραφία

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί οι θεωρητικές κατασκευές αποκλίνουν η μία από την άλλη και άλλο τόσο από τη πραγματικότητα; Πρώτα απ’ όλα το ιστορικό αντικείμενο, που είναι η οικονομική συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, «δίδεται» εν μέρει στο διαχρονικά συγκροτημένο υποκείμενο που είναι ο ιστορικός.  Ποτέ το αντικείμενο δεν αποκαλύπτει ολόκληρο το περιεχόμενο του Είναι του,  παρά μόνο διαφορετικές πτυχές και ποτέ ο μελετητής που ανασχηματίζει το παρελθόν δεν είναι ιδεολογικά αμερόληπτος, πολιτικά ουδέτερος και θεωρητικά «αθώος». Εξυπηρετεί μια σωρεία από σκοπιμότητες που άλλοτε είναι θεμιτές και αναγκαίες και άλλοτε είναι περιττές και επικίνδυνες.  Αντικείμενο και υποκείμενο συμπλέκονται σε μια σχέση αλληλεπίδρασης. Έτσι τόσο η διεθνής όσο και η εθνική ιστοριογραφία διέπονται από ανάγκες του παρόντος που για να εξυπηρετηθούν χρησιμοποιούν τη πολυμορφία των δομών του παρελθόντος.

Για παράδειγμα οι αυτοαποκαλούμενοι «μαρξιστές» ιστορικοί όπως ο Κορδάτος, ο Βουρνάς, ο Ψυρούκης, ο Σκληρός, ο Σβορώνος, ο Μάξιμος, κλπ, θεωρούν ότι προβαίνουν σε εθνική προσφορά όταν αναλύουν τα ιστορικά δεδομένα με βάση τη μαρξιστική θεωρία η οποία όλως τυχαίως συγκροτήθηκε για να αναλύσει και να προσδιορίσει οικονομικά και κοινωνικά συστήματα άλλων χωρών με έκδηλες τις συνολικές ποιοτικές και ιστορικές διαφορές απ’ αυτό της Ελλάδας του 19ου αιώνα.

Αντίθετα η εθνική ιστοριογραφία που συστάθηκε από τους Παππαρηγόπουλο, Σάθα, Οικονόμου, Σκανδάμη, Σπηλιάδη, κλπ, προτάσσει στοιχεία φυλετικών γνωρισμάτων και ψυχολογικών χαρακτηριστικών του έθνους και τα οποία βρίσκονται πίσω από κάθε μικρή ή μεγάλη «στιγμή» των ιστορικών πράξεων των Ελλήνων.

Έτσι όπως τίθενται, αυτός ο ρεαλισμός και εκείνος ο ιδεαλισμός, ως μεθοδολογίες ιστορικής ανάλυσης, τίθενται μηχανικά, επιφανειακά, αντιγραφικά και στο τέλος – τέλος μετατρέπουν την ιστορία σε πολιτικό μέσο, από ανεξάρτητο γνωστικό αντικείμενο, που χρησιμοποιείται κατά συγκυρία και κατ’ επιταγήν των ταξικών σκοπών και των κομματικών αναγκών.

Αυτές οι περιπτώσεις, φυσικά, δεν αποκλείουν την ύπαρξη ιστορικών λιγότερο «αλλοιωμένων» ιδεολογικά, όπως ο Βακαλόπουλος, ο Ασπρέας, ο Βερναρδάκης, κλπ, που είδαν το ιστορικό γίγνεσθαι πιο καθαρά και πιο αμερόληπτα.

Όλες οι «σχολές» όμως ιστορικού στοχασμού, όσο και αν άκομψα πολλές φορές υπαγάγουν το καθολικό στο μερικό, όσο και αν είναι φορτισμένες από το συναισθηματικά επιθυμητό και όχι από το πραγματικό, δεν παύουν να αποτελούν πνευματικά έργα άξια θαυμασμού και μεγάλης επιστημονικής προσοχής για τον σύγχρονο έλληνα.

Δεν ξέρω αν ένας σημερινός ερευνητής είτε μελετά την πολιτική ιστορία, είτε την οικονομική ιστορία, είτε την ιστορία των ιδεών, είναι ικανός να αφήσει στην άκρη τα σύγχρονα κριτήρια προσέγγισης και να μεταφερθεί σε εποχές διακοσίων ή τριακοσίων ή και χιλιάδων χρόνων πριν, ώστε να αναπαραστήσει πιστά ή να ανασχηματίσει την αναγκαιότητα των γεγονότων που έλαβαν χώρα τότε, δίδοντας μάλιστα και το εννοιολογικό περιεχόμενο που περικλείουν. Η θεωρία της ιστορίας επί του θέματος έχει πολλά να πει και άλλα τόσα να αρνηθεί, χωρίς να είναι όμως ικανή να κλείσει το θέμα. Σωστά έχει ειπωθεί ότι ο καλύτερος σύγχρονος ιστορικός της Ρωμαϊκής περιόδου είναι πολύ χειρότερος από μια υπηρέτρια του Σενέκα ή ένας άλλος της Οθωμανικής, από μια γυναίκα του χαρεμιού του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς.

Έχοντας αυτό υπ’ όψιν του ο Νίτσε, και θέλοντας να απαλλαγεί από το δεσποτισμό της ιστορίας και την πίεση που αυτή ασκεί στο παρών, διατύπωσε τις ωφέλειες του ανιστορισμού και τη σχετικοποίηση της σημασίας του παρελθόντος. Αλλά ήταν μόνος αυτός και ολίγοι αυτοί που τον ακολούθησαν.

Τότε τι πρέπει να γίνει; Σε ποιο βαθμό η ιστορία δεσμεύει το παρών και για πόσο χρονικό διάστημα τα χνάρια της  είναι εμφανή στο κόσμο που ζούμε τώρα;

Η Ιστορία ως επιστήμη υπόκειται σε αρχές. Εφαρμόζει μεθοδολογίες, ακολουθεί αξιώματα, στηρίζεται σε αποδεικτικό υλικό και καταλήγει σε συμπεράσματα όπως και κάθε άλλος επιστημονικός κλάδος. Όλα αυτά όμως είναι πνευματικά ενεργήματα και ανήκουν στην ικανότητα του ανθρώπινου λόγου. Ο Αριστοτέλης μας εισήγαγε τη θεωρία ότι επιστήμη είναι κάθε ανθρώπινη νοητική και λογική προσπάθεια που στηρίζεται στην απόδειξη, στον ορισμό, στη διαίρεση, στην επαγωγή και στην αναλογία, προκειμένου να συλλάβει με ικανοποιητικό τρόπο το αντικείμενο που μελετά. Αν όμως ο χρόνος έχει σβήσει τα περισσότερα από τα στοιχεία που συνθέτουν τους παραπάνω κύκλους τότε πως η Ιστορία μπορεί να καλύψει τα κριτήρια της επιστημονικής μεθόδου;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ότι η Ιστορία είναι μια επιστήμη που αναδιατυπώνεται συνεχώς. Νέα στοιχεία έρχονται στη γνώση από πιο στοχευμένες έρευνες, νέες μαρτυρίες και αποκαλύψεις αξιολογούνται διαφορετικά και νέες πηγές ανακαλύπτονται. Τα συμπεράσματα αναθεωρούνται και οι τροχιές τις οποίες χάραξε η υπάρχουσα ιστορική διαδρομή, τροποποιούνται. Και πάλι όμως τα κενά είναι μεγάλα, τα χάσματα πληροφοριών τεράστια. Ένας τρόπος υπάρχει για να καλυφθούν αυτές οι απουσίες στοιχείων. Η υποκειμενική κρίση του ιστορικού. Αυτό είναι το υλικό που καλύπτει την απουσία στοιχείων και τελικά αναπλάθει το παρελθόν σύμφωνα με την  πνευματική συγκρότηση του γνωρίζοντος υποκειμένου και η οποία δεσμεύεται, όπως είναι φυσικό, από τους σκοπούς που αυτή η ίδια εξυπηρετεί. 

Μια άλλη αιτία με βάση την οποία μπορεί να προβληθεί διαφορετικά το παρελθόν είναι το θεωρητικό πλαίσιο αναφοράς του ερευνητή. Δεν εξετάζω την περίπτωση της έλλειψης θεωρητικής αναφορικότητας που συνδέει τα γεγονότα μεταξύ τους, γιατί τότε θα είχαμε να κάνουμε όχι με ιστορία αλλά με χρονολόγιο ιστορικών συμβάντων. Το πλαίσιο αναφοράς διαφέρει από ερευνητή σε ερευνητή. Ο Τόινμπι για παράδειγμα θεωρεί ότι η ιστορία είναι μια κίνηση που οφείλεται στη θρησκευτικότητα των ανθρώπων. Ο Μάρξ αντίθετα συστηματοποίησε την αντίληψη ότι η ιστορία παράγεται από τη σύγκρουση των κοινωνικών ομάδων και τάξεων ως προς τη διανομή των οικονομικών πόρων. Ο Χέγκελ από την πλευρά του πίστευε ότι η ιστορία δεν είναι παρά ένα σχέδιο του απόλυτου πνεύματος και μάλιστα προμελετημένο, που εκτελείται από τον άνθρωπο, κλπ.

Η θεωρία της Ιστορίας προϋπάρχει του ιστορικού ερευνητή. Αν αυτός είναι μηχανικά και άκριτα ενταγμένος στο πλαίσιο της, τότε προσπαθεί να προσαρμόσει τα ιστορικά γεγονότα στις αποδοχές της θεωρίας και όχι τη θεωρία του στην εσωτερικότητα της ζωής του παρελθόντος. Το έργο που παράγει μπορεί ίσως να είναι ένα υπέροχο πόνημα, γεμάτο από εντυπωσιακές περιγραφές, από παρουσίαση ποσοτικών στοιχείων, από μαρτυρίες, κλπ, αλλά ωστόσο απέχει πολύ από τη κατανόηση του ρυθμού και της αιτιότητας των γεγονότων της κοινωνίας που θέλει να αναπλάσει.  

Κάτι τέτοιο λιγότερο ή περισσότερο, έχει συμβεί και με την εθνική ιστοριογραφία του ελληνικού καπιταλισμού. Οι λεγόμενοι «προοδευτικοί» ιστορικοί ερμήνευσαν τις ιστορικές εξελίξεις με βάση την μαρξιστική θεωρία του καπιταλισμού. Πρωταρχική συσσώρευση – εμποροκρατία – βιομηχανική παραγωγή – διευρυμένη συσσώρευση – επέκταση.  

Αν και ο Μάρξ ανέλυε το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό στην Αγγλία, διατυπώνοντας οικονομικούς νόμους, οι «προοδευτικοί» ιστορικοί, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και αλλού στην Ευρώπη και στον κόσμο, πήραν τα θεωρητικά βήματα της μαρξιστικής ανάλυσης και τα εφήρμοσαν μηχανικά για να ερμηνεύσουν την ιστορική εξέλιξη χωρών με διαφορετικές ιστορικές αφετηρίες. Με τον τρόπο αυτό όχι μόνο σημειώθηκαν ολέθρια θεωρητικά και πολιτικά λάθη αλλά διαστρεβλώθηκε και κακοποιήθηκε και ο ίδιος ο μαρξισμός. (βλ. σταλινική εκδοχή, μαοική εκδοχή, ζαχαριαδική εκδοχή, κλπ).



Dedicated Cloud Hosting for your business with Joomla ready to go. Launch your online home with CloudAccess.net.