humanact.gr

Κουλτούρα

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ

E-mail Εκτύπωση PDF

Η ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ:

ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΡΧΩΝ ΑΠΟΨΕΩΝ

Του Ν. Λιούση

Η είδηση είναι συναρπαστική. Στους δύο πρώτους μήνες του 2006 πραγματοποιείται έκθεση ζωγραφικής στο μουσείο του Πανεπιστημίου Loyola στο Σικάγο, με 60 έργα Καραβάτζιο. Το καινοτόμο στοιχείο της συγκεκριμένης έκθεσης είναι ότι σε αυτήν δεν εκτίθενται τα πρωτότυπα έργα του μεγάλου Ιταλού ζωγράφου, αλλά ισάριθμες ψηφιακές αναπαραγωγές σε πραγματικό μέγεθος. Όπως σχετικά αναφέρεται, υπό άλλες συνθήκες, μια τέτοια έκθεση θα ήταν «ανέφικτη» αφού η συγκέντρωση όλων των έργων του Καραβάτζιο θεωρείται μάλλον αδύνατη[1].

Είναι λοιπόν προφανές ότι η ψηφιακή τεχνολογία είναι σε θέση να δώσει μια νέα ποιοτική διάσταση στο χώρο της τέχνης και εν γένει του πολιτισμού. Τα σχετικά παραδείγματα είναι πολυάριθμα και προφανώς δεν περιορίζονται στην προαναφερόμενη έκθεση. 

Από την άλλη πλευρά ωστόσο τέχνη και πολιτισμός εμφανίζονται να απειλούνται από την ισοπεδωτική τάση της παγκοσμιοποίησης. Η διαπίστωση ότι η «πολιτιστική παγκοσμιοποίηση» συντελεί «στην παρούσα ομογενοποίηση της κουλτούρας, όπως εκφράζεται για παράδειγμα από το γεγονός ότι σχεδόν οι πάντες στο σημερινό ‘παγκόσμιο χωριό’ βλέπουν πάνω κάτω τις ίδιες τηλεοπτικές σειρές και τις ίδιες βίντεο ταινίες, καταναλώνουν – ή ποθούν να καταναλώσουν – τα ίδια προϊόντα…»[2], έχει πλέον καταστεί κοινότοπη.

Στο βαθμό όμως που ισχύει αυτή η θέση, τότε συνάγεται το συμπέρασμα ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια τραγική αντίφαση. Ποια είναι η αντίφαση; Μα αν η «σημερινή παγκοσμιοποίηση» ορισθεί ως το άμεσο αποτέλεσμα της επιστημονικής επανάστασης και όχι ως μια απλή τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου, τότε προκύπτει λογικά ότι ενώ η αιτία (η τεχνολογία) προσφέρει νέες δυνατότητες προαγωγής της τέχνης και του πολιτισμού, αντίθετα το αιτιατό (η παγκοσμιοποίηση) εμφανίζεται ως απειλή εναντίον οποιασδήποτε κουλτούρας. Πως γίνεται αυτό;

Το σημείο αυτό είναι κομβικό προκειμένου να κατανοήσουμε μια θεμελιώδη παρανόηση που συνοδεύει τις περί παγκοσμιοποίησης προσεγγίσεις και η οποία ουσιαστικά αλλοιώνει τον χαρακτήρα της σχετικής συζήτησης.

Η παγκοσμιοποίηση ως απαύγασμα της μικροηλεκτρονικής επανάστασης όχι μόνο δεν μπορεί να θεωρείται ως απειλή κατά της πνευματικής ανύψωσης αλλά, αντίθετα, θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως μια ιστορική πρόκληση για τον άνθρωπο και τις πολιτιστικές δημιουργικές του τάσεις. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η «ψηφιακή παγκοσμιοποίηση» θεωρείται ότι μπορεί να προσφέρει το κατάλληλο πλανητικό πεδίο ανάδειξης, προβολής και προώθησης των καλλιτεχνικών προτάσεων, των εικαστικών εκφράσεων και των εθνικών πολιτισμικών δημιουργιών[3].

Υπό αυτήν την άποψη, η τάση ομογενοποίησης ή και ισοπέδωσης της κουλτούρας προφανώς δεν προκύπτει από την παγκοσμιοποίηση αλλά μάλλον προέρχεται από το νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα της. Προκύπτει δηλαδή ως άμεσο αποτέλεσμα εκείνης της πολιτικής επιλογής που αναγάγει την αγορά σε ηγεμονικό οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό ρυθμιστικό μηχανισμό. Η εμπορευματοποίηση των πολιτιστικών δραστηριοτήτων είναι η βασική αιτία που οι πνευματικές ανησυχίες από δημιουργίες υψηλών διανοητικών προδιαγραφών καθίστανται «ευτελή» εμπορεύματα μαζικής κατανάλωσης. Το κέρδος μπορεί να διασφαλιστεί μόνο μέσω της μαζικής διάθεσης του εμπορεύματος κάτι που σημαίνει ότι αυτό το τελευταίο θα πρέπει να γίνεται άμεσα αντιληπτό από τον υποψήφιο «πελάτη» προσφέροντας μια εφήμερη, «ελαφριά» απόλαυση χωρίς προβληματισμούς ή άλλες πολύπλοκες (δηλαδή, σύμφωνα με την εμπορική ορολογία, «επώδυνες») διανοητικές διεργασίες. Έτσι οι πνευματικές, καλλιτεχνικές ή και πολιτισμικές δημιουργίες για να είναι κερδοφόρες θα πρέπει να είναι απλές (γιατί όχι και απλοϊκές όπως μας διδάσκουν οι αμερικανικές μανιχαϊστικές κινηματογραφικές ταινίες), εύληπτες και κυρίως αναλώσιμες.

Στην αντίπερα θεωρητική όχθη εμφανίσθηκε και μια άλλη «κατασκευή» που επιδιώκει να συσχετίσει τον πολιτισμό με την παγκοσμιοποίηση. Πριν από μια δεκαετία περίπου, ο Αμερικανός καθηγητής Σ. Χάντινγκτον υποστήριξε ότι τα αίτια των μεταψυχροπολεμικών συγκρούσεων θα πρέπει να αναζητηθούν στο πεδίο των πολιτισμικών αντιπαλοτήτων και όχι στο επίπεδο της οικονομίας ή της ιδεολογίας[4]. Δίπλα λοιπόν στην απειλή της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, προστέθηκε και μια νέα, εξίσου αποπροσανατολιστική ιδεολογικά, έννοια: αυτή ενός πολεμογενούς πολιτισμικού πλουραλισμού.

Η εδραίωση των δύο αυτών προσεγγίσεων φαίνεται να έχει επιτευχθεί σε δύο μέτωπα, εξυπηρετώντας συγκεκριμένες ιδεολογικό – πολιτικές αναγκαιότητες.  

Από τη μια πλευρά, στο επίπεδο της κοινωνίας, αυτές ήρθαν να καλύψουν το ιδεολογικό κενό που έχει προκαλέσει η αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής (συζήτησης, σκέψης και δράσης), προσφέροντας εύκολες, απλοποιημένες και εμπλουτισμένες με μια δόση «θεωρίας συνομωσιών» απαντήσεις, απέναντι σε μια σειρά από πολύπλοκες διεργασίες ανακατατάξεων.     

Από την άλλη, στο επίπεδο διαχείρισης της εξουσίας, αμφότερες εμφανίσθηκαν είτε ως μηχανισμοί αναπαραγωγής συγκεκριμένων δομών εξουσίας (όπως, λ.χ. στην περίπτωση των ψυχροπολεμικών καθεστώτων που έπρεπε να εφεύρουν άλλοθι για τις αποτυχίες τους και αντίστοιχες μεθόδους για να διατηρηθούν στην εξουσία ή και να την επεκτείνουν, από όπου και προήλθαν - μεταξύ των άλλων – και οι εθνοκαθάρσεις), είτε ως μέσα νομιμοποίησης των πλανητικής εμβέλειας στρατιωτικών επιχειρήσεων (ας μην ξεχνάμε ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ της δεκαετίας του ’90 επιχείρησαν να νομιμοποιηθούν στην εδραίωση της ηθικής τάξης, ενώ οι εκείνες της επόμενης δεκαετίας στηρίχθηκαν στο «αίτημα μιας πλανητικής επέκτασης του εκδημοκρατισμού» !!!).  

Οι εμπορικές, πολιτικές και στρατιωτικές συγκρούσεις που διεξάγονται σήμερα πλανητικά εξελίσσονται βάσει ενός έξαλλου ανταγωνισμού που στοχεύει στην ανακατανομή της περιφερειακής και παγκόσμιας εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο οι ηγεμονικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις επιδιώκουν είτε να διαβρώσουν είτε να ευτελίσουν την έννοια του πολιτισμού θεωρώντας ότι αυτή αποτελεί ένα σοβαρότατο εμπόδιο στην πλήρη κυριάρχηση των αγοραίων κοινωνικών σχέσεων.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες πολιτικά υποκείμενα και κοινωνικά κινήματα θα πρέπει να αμφισβητήσουν δυναμικά, εμπεριστατωμένα και έμπρακτα την κυρίαρχη στρατηγική του οικονομικού φιλελευθερισμού και να προβάλλουν μια νέα πολιτική πρόταση στην οποία το πολιτισμικό στοιχείο θα είναι κυρίαρχο. Σε αυτή την προσπάθεια η σύγχρονη επιστημονική γνώση μπορεί να διαδραματίσει εξέχοντα ρόλο.     



[1] Το ΒΗΜΑ 3/1/2006, «Καραβάτζιο: μια έκθεση ανέφικτη». 

[2] Τ. Φωτόπουλος: «Οι αντιτιθέμενες απόψεις για την παγκοσμιοποίηση και ο μύθος του τέλους της παγκοσμιοποίησης.» Μάιος 2003. www.indusivedemocracy.org/fotopoulos.

[3] Θ. Πάγκαλου – Ν. Λιούση: Εφήμεροι Προφήτες, Α.Α. Λιβάνης 2005.

[4] S.P. Huntington : Le choc des Civilizations, Odile Jacob 1997.

Η πρώτη μεταπολεμική γενιά Καλλιτεχνών

E-mail Εκτύπωση PDF

Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΩΝ

 

Η γενιά αυτή κατά κύριο λόγο είδε το φως του κόσμου κατά τη δεκαετία του ’30, ίσως και λίγο νωρίτερα. Μέχρι την ενηλικίωση βίωσε τα τραγικότερα γεγονότα του προηγούμενου αιώνα. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, ήρθε το μεγάλο Κράχ που βύθισε τον πλανήτη στη κρίση και στην υπανάπτυξη. Η οικονομική κρίση διέσπειρε την σύγχυση και τη διαστρέβλωση των μεγάλων πολιτικών εννοιών, καθιέρωσε την ωμή βία, στρατιωτική και πολιτική, περιόρισε τις πολιτικές ελευθερίες, ανέδειξε το φασισμό και τον ναζισμό σε κύριες πολιτικές τάσεις, που κατέληξαν στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Στην Ελλάδα υπήρξε και συνέχεια. Ο αιματηρός αδελφοκτόνος πόλεμος έδωσε τη χαριστική βολή σε ό,τι ζωντανό είχε απομείνει από την τριπλή κατοχή, ήτοι τη Γερμανική, την Ιταλική και τη Βουλγαρική.

Ήταν φυσικό και αναγκαίο πολλοί Έλληνες να συγκινηθούν και να προσπαθήσουν να εκφράσουν με ποικίλους τρόπους τα βιώματα τους. Κατά την εποχή της δεκαετίας του ’50 πολλοί αξιόλογοι πεζογράφοι, ιδίως μυθιστοριογράφοι, που διέθεταν βαθύτερο στοχασμό και έμπνευση προσπάθησαν να αναπλάσουν την εποχή μέσα από τα βιβλία τους. Ξέφυγαν από το περιορισμένο πλαίσιο της ηθογραφίας και της απλής περιγραφής χαρακτήρων και ασχολήθηκαν με γενικότερα θέματα της ανθρώπινης ψυχολογίας και των περιπετειών του ελληνισμού. Ορισμένοι μάλιστα όπως ο Θ. Πετσάλης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Ηλίας Βενέζης, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Γιάννης Μπεράτης, κ.α., φθάνουν ως τις επικές συνθέσεις.

Ταυτόχρονα με τους πεζογράφους εμφανίζονται και νέοι ποιητές όπως ο Γιώργος Σεφέρης, με Νόμπελ το 1963, οι οποίοι έχουν επηρεαστεί από τους ευρωπαίους σουρεαλιστές και ειδικότερα από τον Elliot, τον Paul Valery, κλπ. Με τον σουρεαλισμό ελευθερώνεται το ποίημα και κάθε στοιχείο ορθολογισμού πάει να καταργηθεί. Η φαντασία προσπαθεί να οικοδομήσει νέες φόρμες που δεν έχουν τίποτα το ρεαλιστικό και πραγματικό. Την νεωτερικότητα του σουρεαλισμού ενστερνίζονται και άλλοι ποιητές της εποχής εκτός από τον Σεφέρη. Ο Οδυσσέας Ελήτης, με Νόμπελ επίσης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Γιάννης Ρίτσος, με βραβείο Λένιν, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Γιώργος Θέμελης, και άλλοι.

Στα εικαστικά και ειδικά στη ζωγραφική το μεγάλο κίνημα που κυριαρχεί στην Ευρώπη, δηλαδή ο εμπρεσιονισμός έρχεται και στην Ελλάδα, ίσως λίγο καθυστερημένα. Το Παρίσι είναι το κέντρο των νέων τάσεων οι οποίες στρέφονται κατά του στείρου ακαδημαϊσμού και απελευθερώνουν τα μέσα έκφρασης των καλλιτεχνών. Ο πρώτος εκπρόσωπος του εμπρεσιονισμού στην Ελλάδα είναι ο Κων/νος Παρθένης, ο οποίος προκαλεί με τα έργα του αντιδράσεις των ακαδημαϊκών. Γίνεται όμως ο πόλος έλξης πολλών νέων καλλιτεχνών οι οποίοι δημιουργούν ενώσεις για τη διάδοση των νέων αντιλήψεων. Η «Ομάδα Τέχνη», ο «Αρμός», η «Στάθμη» και άλλες, είναι πρωτοπόρες ομάδες νέων που επηρεασμένοι από τον εμπρεσιονισμό ψάχνουν να βρουν προσωπικά μέσα εικαστικής έκφρασης. Ο Γιάννης Σπυρόπουλος, ο Σπύρος Παπαλουκάς, είναι οι βασικότεροι εξ’ αυτών.

Αναβιώνουν οι τάσεις που συνδέονται με τη λαϊκή βυζαντινή παράδοση τις οποίες καλλιεργούν ο Φώτης Κόντογλου, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Σ. Βασιλείου, ο Χατζηκυριάκος Γκίκας, ο Γουναρόπουλος, κλπ. Νέες μορφές, καμπύλες, τοπιογραφικά και θαλασσογραφίες μας μεταφέρουν σε ένα ονειρεμένο κόσμο.

Και η γλυπτική εμφανίζει έργα επηρεασμένα από το Παρίσι με καθαρές επιρροές από εκεί. Οι κυριότεροι γλύπτες της εποχής είναι ο Αντ. Σώχος, ο Αθαν. Απάρτης, ο Μιχ. Τόμπρος, οι οποίοι όλοι είναι στραμμένοι κατά του επίσημου ακαδημαϊσμού.

Η λαϊκή παράδοση βρήκε την έκφραση και την ανάπτυξη της στην χειροτεχνία, την υφαντική, στην κεντητική, στη ξυλογλυπτική, στη μεταλλοτεχνία, (αργυροχοϊα – χρυσοχοϊα) και στην κεραμική. Η λεπτότητα και οι νέες φόρμες των έργων δεν προκαλούν τον θαυμασμό μόνο των Ελλήνων αλλά και των ξένων που φθάνουν στη χώρα. Κύρια κέντρα ανάπτυξης για την μεταλλοτεχνία ήταν ή Ήπειρος ενώ η υφαντική ήκμασε σε ολόκληρη σχεδόν τη χώρα.

Και στο θέατρο και στη μουσική τα επιτεύγματα είναι επίσης ισχυρά. Δάσκαλοι όπως ο Ροντήρης, ο Βεάκης, ο Κουν, ο Μυράτ, ξαναστήνουν σχεδόν από την αρχή τις θεατρικές σκηνές με ξένους και αρχαίους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς. Ιδιαίτερα ο Κουν γοητεύει τις ξένες θεατρικές σκηνές και κοινό με την ιδιομορφία της σκηνοθετικής φόρμας που δίνει στο αρχαίο κλασικό ελληνικό θέατρο.

Η μεταπολεμική γενιά ήταν πράγματι η συνέχεια της γενιάς του ’30 και τα καλλιτεχνήματα της επιζούν ακόμα και ίσως είναι τα μόνα που μπορούν σήμερα να χαρακτηριστούν ως αυθεντικοί υπηρέτες των καλών τεχνών.

Dedicated Cloud Hosting for your business with Joomla ready to go. Launch your online home with CloudAccess.net.