ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΟΙ ΤΙΜΕΣ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ
Η ενεργειακή κρίση που μαστίζει τις χώρες αυτή την περίοδο έχει κατά βάση την αιτία της στην εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Δευτερογενής αιτία θεωρείται η αντίδραση της ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία προχώρησε διστακτικά στην επιβολή κυρώσεων στην Ρωσία.
Μετά από τις αυξομειώσεις των τιμών κατά τον δύοντα χρόνο οι προβλέψεις για το προσεχές διάστημα θεωρούνται αβέβαιες και μάλλον χαμηλών πιθανοτήτων. Πολλοί ειδικοί διεθνείς οργανισμοί ωστόσο αψηφώντας την αβεβαιότητα στο παγκόσμιο περιβάλλον προσφέρουν προβλέψεις για την εξέλιξη των τιμών πετρελαίου και των παραγώγων του. Για παράδειγμα η Γκόλντμαν Σακς προβλέπει μείωση των τιμών κατά 10 δολάρια το βαρέλι από τα τρέχοντα επίπεδα ενώ το Διεθνές ενεργειακό φόρουμ ( IEF) προβλέπει αύξηση τους.
Οι αντιφατικότητες αυτές ενσωματώνουν τον υψηλό βαθμό αβεβαιότητας που διέπει το γεωπολιτικό πεδίο. Και τούτο γιατί ιστορικά έχει καταγραφεί ότι όλες οι ενεργειακές πετρελαιακές κρίσεις δεν είχαν οικονομική αιτιολογία αλλά γεωπολιτική, δηλαδή συγκρουσιακή διευθέτηση των διαφορών ανάμεσα σε κράτη. Έτσι και τώρα ενώ οι δυνάμεις της αγοράς πετρελαίου είναι σε θέση με μικρές διακυμάνσεις να βρουν την ισορροπία στην προσφορά και στη ζήτηση, όταν εμπλέκονται μη οικονομικοί παράγοντες όπως οι στρατιωτικές συγκρούσεις οι τιμές αρχίζουν ένα τρελό χορό ανόδου και καθόδου. Οι κρίσεις του ενεργειακού τομέα του 1974 και 1979 είχαν ως βασική αιτιολογία τους την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση, όπως η σημερινή κρίση εδράζεται στο πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας.
Πέρα από τον πόλεμο αυτό δύο ακόμα παράγοντες έχουν λόγο στην ανάπτυξη της ενεργειακής κρίσης. Ο πρώτος είναι η πολιτική που εφαρμόζει η Κίνα για να αντιμετωπίσει τον Covid 19 και ο δεύτερος είναι η μείωση του ρυθμού ανάπτυξης των δυτικών κυρίως οικονομιών λόγω του ενεργειακού πληθωρισμού. Αν εξετάσουμε τα φαινόμενα με λογικό τρόπο μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο εγκλεισμός στην Κίνα θα περιορίσει και την οικονομική δραστηριότητα και επομένως οι ρυθμοί ανάπτυξης θα μειωθούν. Αυτό θα μειώσει και τη ζήτηση για τα ενεργειακά προϊόντα. Το ίδιο θα συμβεί και στις δυτικές οικονομίες οι οποίες θα εφαρμόσουν μία συσταλτική πολιτική δηλαδή περιορισμό της φθηνής προσφοράς χρήματος για να αντιμετωπίσουν τα υψηλά επίπεδα πληθωρισμού. Και από εδώ θα έχουμε μείωση της ζήτησης λόγω της κάμψης της παραγωγικής δραστηριότητας.
Επιπρόσθετα οι κυρώσεις που επιβάλλει η Δύση στη Ρωσική ομοσπονδία έχουν ως αντίκτυπο και τη μείωση της εγχώριας παραγωγής και αυτού του ενεργειακού τομέα. Είναι πολύ πιθανό ένας κύκλος παγκόσμιας ύφεσης να τεθεί σε γρήγορη κίνηση με απροσδιόριστες ακόμα συνέπειες σε κάθε τομέα και σε κάθε χώρα.
Πάντως εκείνο που μπορεί να εξαχθεί ως συμπέρασμα είναι ότι η αναμενόμενη ύφεση των δραστηριοτήτων θα μειώσει τη ζήτηση για ενεργειακά προϊόντα με βάση το τρέχον ύψος των τιμών αφ’ ενός και το μέγεθος της προσφοράς αφ’ εταίρου. Αυτά όμως τα μεγέθη όπως ξέρουμε δεν είναι σταθερά, είναι μεταβλητά. Και όταν πρόκειται για τα ενεργειακά προϊόντα η προσφορά τους μπορεί να καθορισθεί με πολιτικές αποφάσεις. Για παράδειγμα ο ΟΠΕΚ+ συζητάει να μειώσει την παραγωγή κατά ένα ποσοστό για να διατηρήσει το ύψος των τιμών στο επιθυμητό επίπεδο. Το ίδιο και η Ρωσία αναμένεται να μειώσει την παραγωγή της από ένα έως τρία εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Αν όμως οι παραγωγικές χώρες που δεν ανήκουν στον ΟΠΕΚ θέλουν να μειώσουν τις τιμές μπορούν να αυξήσουν την δική τους παραγωγή ώστε η παγκόσμια προσφορά να διατηρηθεί στα επίπεδα της ζήτησης ευνοώντας τις οικονομίες των χωρών που εισάγουν ενεργειακά προϊόντα. Η καμπύλη εξέλιξης των γενικών οικονομικών φαινομένων, αν μπορεί να υπάρξει τέτοια, έχει εμφανίσει ότι μία μέτρια ανάπτυξη στην Ε. Ένωση – 1,5 -2,5% μπορεί να επιτευχθεί ( ceteris paribus) με μια τιμή πετρελαίου ανά βαρέλι κοντά στα 50 ευρώ. Ενώ ύφεση μπορεί να καταγραφεί όταν η τιμή αυτή ξεπεράσει τα 90 ευρώ. Ανάλογα διαστήματα τιμών έχουν καταγραφεί και για τα παράγωγα πετρελαίου και το φυσικό αέριο. Συνεπώς ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας έχει οξύνει ή μάλλον θα μπορούσε να οξύνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις χώρες που εξάγουν πετρέλαιο, κλπ (ΟΠΕΚ+) και στις χώρες που δεν ανήκουν στο καρτέλ. Χώρες όπως ο Καναδάς, η Νορβηγία, οι ΗΠΑ είναι πλούσιες σε ενεργειακά ορυκτά και βρίσκονται στην απέναντι όχθη με τη Ρωσία. Θα αυξήσουν τις ποσότητες που παράγουν ώστε να μειωθούν οι τιμές για να αποφευχθεί μία ύφεση ή θα προβάλλουν πρώτα τα εθνικά τους συμφέροντα τροφοδοτώντας την Ευρώπη με ακριβή ενέργεια; Αυτό είναι το μείζον ερώτημα. Το πιθανότερο σενάριο μου φαίνεται ότι είναι το δεύτερο. Και τούτο γιατί οι ΗΠΑ δεν θεωρούν τον κύριο ανταγωνιστή τους τη Ρωσία αλλά την Κίνα. Θεωρώντας ότι η Ευρώπη είναι σε θέση να αντέξει μία μικρή ελεγχόμενη ύφεση λόγω του πλούτου της θα στραφούν εναντίον της Κίνας όπου μία κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας της, λόγω και υψηλών τιμών, εκτός του Covid 19, θα σημειώσει πολλαπλές ωφέλειες για την οικονομία και την πολιτική επιρροή της παγκοσμίως.
Με βάση όλα αυτά η βέλτιστη πολιτική για την Ε. Ένωση είναι μειώσει όσο είναι δυνατόν την κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων, που σε πολλές περιπτώσεις γίνεται σπατάλη, ώστε να αντισταθμιστεί η δαπάνη των υψηλών τιμών και να αφήσει σε δεύτερη γραμμή την πολιτική του δήθεν μονοψωνίου δηλαδή της χαμηλής διατίμησης.
Κουρματζής Θάνος