humanact.gr

Θεωρίες Ανάπτυξης και Πολιτικές Εφαρμογές

E-mail Εκτύπωση PDF
Ευρετήριο Άρθρου
Θεωρίες Ανάπτυξης και Πολιτικές Εφαρμογές
Θεωρίες Ανάπτυξης και Πολιτικές Εφαρμογές
Όλες οι Σελίδες

           ΘΕΩΡΙΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

Η πρώτη μεγάλη μεταπολεμική κρίση που βιώνουν οι Έλληνες ίσως αποτελέσει την αιτία για βαθιά συνειδητοποίηση του χαρακτήρα της νεοελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Αν και αυτό ακούγεται υπεραισιόδοξο είναι ωστόσο ενδογενές στοιχείο και εσωτερική δυνατότητα που περιέχουν οι φάσεις των κρίσεων ανεξάρτητα από το αν επιτευχθεί ή όχι.

Ο φόβος και συχνά ο πανικός, που επικρατούν σε κάθε πεδίο της ατομικής ζωής και του δημόσιου λόγου, πολιτικού, επιστημονικού και δημοσιογραφικού, από τη θέα της κρίσης, δεν θεωρούνται παράλογες συμπεριφορές και αφύσικες μορφές αντίδρασης γιατί έτσι φέρονται οι άνθρωποι όταν δουν μια αναπάντεχη βόμβα να πέφτει στο σαλόνι χορού, έτοιμη να εκραγεί. Όσο αυτή δεν εκρήγνυται, τους δίνεται χρόνος να σκεφτούν και να οργανώσουν τον τρόπο της εξουδετέρωσης της. Υπάρχει όμως και το ενδεχόμενο ο πανικός να επεκταθεί σε όλους και έτσι ο διαθέσιμος χρόνος να αναλωθεί σε αντιφωνίες και διαφωνίες για τον τρόπο εξουδετέρωσης της με αποτέλεσμα να θαφτούν όλοι στη βαθειά τρύπα που θα ανοιχτεί από την έκρηξη της.

Ιστορικά οι κρίσεις εξαντλούνται σε διάστημα τεσσάρων – πέντε χρόνων και διέρχονται από φάσεις. Δεν είναι έξω – ανθρώπινες μεταφυσικές δυνάμεις που επιτίθενται στους ανθρώπους αλλά αποτέλεσμα εν μέρει των επιλογών τους και εν μέρει της ιστορικής νομοτέλειας. Στο πρώτο στάδιο δημιουργούν αυθόρμητες συνέπειες και αντιδράσεις στους ανθρώπους που μπορούν να αναλυθούν ως εξής:

  • Σχηματοποιημένες συσπειρώσεις μηχανιστικού τύπου για την απόκρουση των αρνητικών συνεπειών που μεταφράζεται στη διαφύλαξη του εισοδηματικού επιπέδου,
  • Κατατμήσεις του κοινωνικού χώρου και προβολή των ατομικών ή ομαδικών συμφερόντων σε βάρος της συλλογικής διαφύλαξης,
  • Άσκοπους και επιβλαβείς ανταγωνισμούς μεταξύ των επί μέρους τμημάτων των εργαζομένων που επιδεινώνονται από τους λανθασμένους χειρισμούς των κυβερνήσεων,
  • Βιαστικές και χοντροκομμένες ερμηνείες για τα αίτια της κρίσης, που στηρίζονται σε απλοϊκά σχήματα όπως «άσπρο – μαύρο» ή «καλοί –κακοί», κλπ,
  • Ενδοστρεφείς συσπειρώσεις στο ατομικό – οικογενειακό και μείωση των κοινωνικών και οικονομικών συναλλαγών, λόγω απουσίας εμπιστοσύνης,
  • Αναβολές υλοποίησης ατομικών, οικογενειακών και οικονομικών στόχων λόγω των ακυρώσεων των προσδοκιών τουλάχιστον όσο διαρκεί η κρίση.

Οι αντιδράσεις του τύπου αυτού είναι ανακλαστικές και παθητικές, ακριβώς αντίθετες από τις δεοντολογικές και οι οποίες επιτείνουν και οξύνουν τους παράγοντες που προκάλεσαν την κρίση.

Στο δεύτερο στάδιο, οι άνθρωποι αντιδρούν με μεγαλύτερη ψυχραιμία, αποφασιστικότητα και θέληση για την αντιμετώπιση του φαινομένου και των συνεπειών του. Ερευνούν και οργανώνουν το ενεργητικό τους δυναμικό με στόχο την ανεύρεση θετικών λύσεων. Οι ικανότεροι δημιουργούν πρωτοπόρες ομάδες κρούσεων και προτείνουν εφεκτικές δέσμες πολιτικών πίσω από τις οποίες συσπειρώνονται και οι υπόλοιποι. Οι πολιτικές αυτές βασίζονται σε στρατηγικές όπως η εξωστρέφεια, η συνεργασία και η αξιοποίηση των διεθνών εμπειριών αλλά κυρίως στηρίζονται σε στρατηγικές οργάνωσης των διαθέσιμων ανθρώπινων δυνάμεων και πόρων, προκειμένου να ανακοπεί η μείωση του παραγόμενου εθνικού προϊόντος. Η πρώτη λογική αρχή που κυριαρχεί είναι ότι αφού ο παλιός τρόπος οργάνωσης του εθνικού δυναμικού επέφερε τη μεγάλη κρίση αυτός είναι εκείνος που πρώτος θα πρέπει να αλλάξει. Η δεύτερη λογική αρχή είναι ότι ο νέος τρόπος οργάνωσης θα πρέπει να αξιοποιεί και να αναπτύσσει στο έπακρο το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό και δημιουργεί νέο θεσμικό δυναμικό, στο εθνικό και ιδιαίτερα στο περιφερειακό επίπεδο.

Συνήθως οι κυβερνήσεις, όπως έχει αποδείξει η διεθνής εμπειρία, διαπράττουν δύο βασικά λάθη. Το πρώτο είναι πως με τα παλιά εργαλειακά μέσα πολιτικής που διαθέτουν προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση και το δεύτερο είναι ότι οι παρεμβάσεις που αναπτύσσουν είναι τις περισσότερες φορές αποσπασματικές, ασύνδετες μεταξύ τους και πολλές φορές με αντικρουόμενους στόχους. Για να υπάρξουν όμως νέα εργαλεία πολιτικής θα πρέπει πρωτίστως να υπάρξει η θεωρητική και εμπειρική γνώση αφ’ ενός και το πολιτικό προσωπικό υλοποίησης αφ’ εταίρου. Για την επιδιόρθωση του δεύτερου λάθους, δηλαδή της αποσπασματικής και ασύνδετης δράσης, θα πρέπει να εκπονηθεί ένα ολοκληρωμένο αποδοτικό Σχέδιο αναδιοργάνωσης του εθνικού και κοινωνικοοικονομικού χώρου παίρνοντας υπ’ όψιν του τις διεθνείς κυρίαρχες τάσεις.

Εδώ θα δούμε συνοπτικά τις θεωρίες ανάπτυξης και τις εφαρμοστικές πολιτικές που έχουν καταγραφεί στη βιβλιογραφία για την αντιμετώπιση των κρίσεων, με την ελπίδα πως θα «κεντρίσουμε» το ενδιαφέρον των αρμοδίων και των ειδικών αναγνωστών για εμβάθυνση του διαλόγου.

Οι θεωρίες ανάπτυξης είναι αρκετά παλιές αλλά άρχισαν να σχηματοποιούνται μετά το 1930 για να κορυφωθούν σε πλούτο και πυκνότητα τις δεκαετίες που ακολούθησαν το 1950. Αλλά και πριν το τριάντα υπήρχαν προγραμματισμοί ανάπτυξης σε περιοχές της Ευρώπης και της Αμερικής, όπως εκείνοι της Κοιλάδας του Ρήνου το 1915, τα περιφερειακά προγράμματα της νότιας Ουαλίας, το 1920 και στις ΗΠΑ το περιφερειακό πρόγραμμα ανάπτυξης τη Νέας Υόρκης (Regional Plan Association of New York). Η έλλειψη όμως μιας θεωρίας για εθνική και περιφερειακή ανάπτυξη περιόρισε την αποδοτικότητα των δράσεων αυτών σε φτωχά αποτελέσματα.

Η βασική κοινή διαπίστωση που αποτέλεσε και την αιτία για την αναζήτηση επιστημονικών θεωριών ανάπτυξης ήταν πως οι λειτουργίες των αγορών δημιουργούν περιφέρειες υπεραναπτυγμένες, κεντρικές και αυτοδύναμες και από την άλλη περιφέρειες υπανάπτυκτες, περιθωριακές, υπερδανεισμένες και εξαρτημένες. Πρώτα στο εθνικό και μετά στο παγκόσμιο επίπεδο, οι ασύμμετρες αυτές διαταραχές, οδηγούν στην απώλεια τεράστιων πόρων και οι οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι και περιφερειολόγοι από ολόκληρο το ιδεολογικό φάσμα εκπόνησαν θεωρητικά και εμπειρικά μοντέλα με σκοπό την άρση των ανισοτήτων.

Με σχηματικό τρόπο μπορούμε να διακρίνουμε τρεις μεγάλες τάσεις που ξεχώρισαν μετά τη δεκαετία του πενήντα με συνεχείς ανανεώσεις και μεταβολές. Η συντηρητική προσέγγιση που αναλύθηκε από τον Rostow (1961), BortsStein (1964), και Wiliamson (1965), θεωρούσε πως οι ανισότητες στις περιφέρειες και στα έθνη οφείλονται στις διαφορές των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και πως με τη πλήρη κινητικότητα των παραγωγικών συντελεστών αυτές θα αυτορυθμισθούν. Η φιλελεύθερη σχολή με τους Perroux (1950), Myrdal (1957), Hirschman (1958) και Boudeville (1966) επεσήμανε πως οι διαφορές στα επίπεδα της ανάπτυξης οφείλονται στις ατέλειες των αγορών που δημιουργούν μηχανισμούς πόλωσης και μεγάλες διαφορές στο βιοτικό επίπεδο. Για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών που παράγει η αγορά οι φιλελεύθεροι πρότειναν την αποτελεσματική κρατική παρέμβαση. Τέλος κατά τη δεκαετία του 1970 έκανε την εμφάνιση της η ριζοσπαστική σχολή η οποία άσκησε κριτική στις ισχύουσες απόψεις, διεύρυνε το πεδίο έρευνας στη παγκόσμια κλίμακα και εισήγαγε την θεωρία της αναπαραγωγής της ανάπτυξης της υπανάπτυξης, με την άνιση ανταλλαγή. Αρχικά οι κύριοι εκπρόσωποι της ήταν οι Samir Amin (1974), Frank (1972), Polloix (1975). Αργότερα εμφανίσθηκαν οι Holland (1976), Lipiez (1977), που ανέπτυξαν περισσότερο χωρικές θεωρήσεις άνισης ανάπτυξης. Πάντως το κέντρο των θεωριών των ριζοσπαστών ήταν οι παραδοχές πως η παγκόσμια καπιταλιστική συσσώρευση και οι μηχανισμοί της βρίσκονται πίσω από τις περιφερειακές και εθνικές ανισότητες. Όλες οι παραπάνω θεωρητικές και εμπειρικές προσεγγίσεις, είχαν ένα κοινό παρονομαστή. Την υπόθεση ότι η μεταπολεμική ανάπτυξη θα συνεχιζόταν με τους ίδιους πάνω – κάτω, ρυθμούς και πως η κρατική παρεμβατικότητα ήταν αναγκαία δια μέσου του κράτους πρόνοιας.

Η κρίση της δεκαετίας του ’70, έθεσε μάλλον τέλος στις θεωρίες αυτές και η διαμάχη ανάμεσα στο κράτος και στην αγορά έκλεισε με τη νίκη της δεύτερης. Ταυτόχρονα το φορντιστικό – κρατικιστικό μοντέλο της εν σειρά μαζικής παραγωγής, της κατανάλωσης, των μεγάλων βιομηχανιών, των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του κρατικού παρεμβατισμού, έδινε τη θέση του σε πολιτικές απορρύθμισης που αφορούσαν στην αγορά εργασίας, στην ευέλικτη παραγωγή και στη τομεακή εξειδίκευση. Προς αυτό συνετέλεσε η μαζική μεταφορά κεφαλαίων και βιομηχανιών από τις ώριμες αγορές της υπερκορεσμένης δύσης προς την ανατολή και ειδικά προς την Ασία όπου εκεί το εργατικό κόστος ήταν πολύ χαμηλό και το προσδοκώμενο επιχειρησιακό κέρδος πολύ υψηλό. Το χαρακτηριστικό της ανειδίκευτης εργασίας στην Ανατολή δεν στάθηκε εμπόδιο για την προσέλκυση δυτικών βιομηχανιών λόγω της αυτοματοποίησης της παραγωγής και των συστημάτων παραγωγικής οργάνωσης των επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτών των μεγάλων ανακατατάξεων του χωρικού καταμερισμού κεφαλαίων, είδαν το φως της δημοσιότητας οι θεωρίες της Doreen Massey (1979) στην Αγγλία και του Arnaldo Bagnasco (1977) στην Ιταλία, για τον χωρικό καταμερισμό της εργασίας. Στο βιβλίο του «Tre Italie», ο δεύτερος, προσπαθεί να δώσει απάντηση στη κρίση της μεγάλης βιομηχανίας του Βορρά και στον φτωχό επιδοτούμενο Νότο, με αναλύσεις και προτάσεις για την «ενδιάμεση ανάπτυξη» της κεντρικής Ιταλίας. Στο κέντρο του ενδιαφέροντος του τίθενται οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα πυκνά τοπικά δίκτυα, οι υπεργολαβίες, η πολυαπασχόληση και η άτυπη οικονομία. Για κάποιο διάστημα οι προτάσεις του ενίσχυσαν τις ήδη διαμορφωμένες τάσεις στην οικονομική βάση, τροφοδοτώντας την αναπτυξιακή διαδικασία της Ιταλίας.

Μέχρι τη κρίση του 1980 οι κυριότερες θεωρίες ανάπτυξης και περιφερειακής πολιτικής που επικρατούσαν ήταν η χωροθέτηση «πόλων ανάπτυξης», η θεωρία της «εξαγωγικής βάσης» (NorthHarrod- Domar) και η θεωρία της «αγροτοαστικής» ανάπτυξης.



Dedicated Cloud Hosting for your business with Joomla ready to go. Launch your online home with CloudAccess.net.