humanact.gr

Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ

E-mail Εκτύπωση PDF
Ευρετήριο Άρθρου
Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ
Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ
Όλες οι Σελίδες

                 


           Η ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΩΝ

Οι ανακλαστικοί σχολιασμοί και η χύδην δημοσιολογία της εποχής, αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της δημόσιας περιουσίας με ένα τρόπο αποσπασματικό και περιστασιακό. Η κύρια προτροπή που εγείρεται σχεδόν από όλες τις πλευρές είναι να μεταβιβαστούν οι δημόσιες επιχειρήσεις και η ακίνητη περιουσία του δημοσίου, στον ιδιωτικό τομέα. Υπάρχουν βέβαια και πολιτικά κόμματα που φέρονται αντίθετα προς τη κύρια τάση αλλά η αναξιοπιστία της συνολικής τους πολιτικής πρότασης υπονομεύει και τις θέσεις περί μη ιδιωτικοποίησης.

Η συγκυριακή αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος της δημόσιας περιουσίας είναι εξ’ ορισμού απορριπτέα. Απορριπτέα είναι και η ιδεοληπτική του αντιμετώπιση. Οι εποχές που ζούμε τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας, χαρακτηρίζονται από ανασφάλεια, αβεβαιότητα και υψηλή μεταβλητότητα. Για να αντιμετωπίσει κανείς τα χαρακτηριστικά των συνθηκών θα πρέπει να είναι κατά κύριο λόγο αποτελεσματικός και πολιτικά ωφέλιμος στοιχεία που στηρίζονται στην επάρκεια γνώσεων. Όμως και οι ρόλοι αυτοί δεν φαίνεται να είναι εύκολα επιτεύξιμοι όταν αντιμετωπίζονται τα προβλήματα αποσπασματικά, εμπειρικά ή και ιδεοληπτικά. Στη πρώτη περίπτωση έχουμε μια γρήγορη, άσκεπτη και βιαστική δράση ενώ στη δεύτερη περίπτωση βραδύτητα, αναποφασιστικότητα και αναβλητικότητα.

Κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά, εκείνο που βλέπουμε είναι πως κανένα θέμα, κανένα μέγεθος, καμία μεταβλητή, οποιουδήποτε τομέα, δεν υπάρχει αυτοτελώς, αυτόνομα. Είναι πάντα συνάρτηση κάποιου άλλου παράγοντα ή και πολλών άλλων. Κατά συνέπεια ο κοινωνικά ωφέλιμος ρόλος πραγματώνεται στη δράση που λαμβάνει υπ’ όψιν της την αλληλεξάρτηση των παραγόντων, την ταξινόμηση και κατανομή των πρωτογενών και δευτερευουσών συνεπειών και την επίτευξη ισορροπίας προς όφελος της πλειοψηφίας. Αν δεχθούμε πως στις σύγχρονες κοινωνίες ισχύει το αξίωμα του μηδενικού αθροίσματος, είναι αδύνατο η κοινωνικά ωφέλιμη δράση να ικανοποιεί όλα τα μέλη και τους εκπροσώπους της. Στο εσωτερικό του κοινωνικού χώρου, θα υπάρχουν ασφαλώς ορισμένα τμήματα που θα θιγούν, θα επιδεινώσουν την αρχική τους θέση αλλά το τελικό αποτέλεσμα θα είναι η βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας του συνόλου.

Αν δεν συμβεί αυτό, αν δηλαδή η πράξη επιφέρει, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ισορροπία με βελτιώσεις στη μειοψηφία και επιδεινώσεις στη πλειοψηφία, τότε θεωρείται κοινωνικά επιζήμια, άχρηστη και επιβλαβής.

Το κριτήριο της πλειοψηφίας / μειοψηφίας, είναι το εργαλείο αξιολόγησης των σύγχρονων δημοκρατιών. Ορίζει μια αναγκαιότητα εντός της οποίας οφείλουμε να διαπραγματευτούμε κάθε δημόσιο θέμα, πολιτικά. Ασφαλώς και έχει κλίμακες, διαβαθμίσεις, χρονικές φάσεις, κλπ, αλλά βρίσκεται πάντα σε ισχύ γιατί συνιστά τη βάση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.

Σε πολιτεύματα όπως οι απόλυτες ή συνταγματικές μοναρχίες και οι ολιγαρχικοί ολοκληρωτισμοί, το κριτήριο αυτό δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία, αλλά στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες είναι το κριτήριο θεμέλιο, που δεσμεύει ντετερμινιστικά και τις επακόλουθες συμπεριφορές των πολιτικά δρώντων. Κατά συνέπεια στερείται νοήματος, κάθε προτροπή προς κυβερνήσεις ή κόμματα, να δράσουν αγνοώντας το κριτήριο / θεμέλιο της πολυφωνικής δημοκρατίας. Όσα παράδοξα και αν ανακαλύπτονται κατά καιρούς, από τους θεωρητικούς οικονομολόγους και πολιτικούς φιλοσόφους, για το κριτήριο της πλειοψηφίας, αυτό παραμένει εν ισχύ και τη διαφοροποιεί θετικά , κατά τον Αριστοτέλη, από όλες τις άλλες μορφές πολιτευμάτων.

Υπερπηδώ στα γρήγορα, τις χρονικές διαιρέσεις του βραχυπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου του οικονομικού λογισμού, για να φτάσω στα αξιώματα της πολιτικής θεωρίας. Από τον Αριστοτέλη, τον Μακιαβέλλι, και τον Λόκ έως τον Χέγκελ και τον Μάρξ, ως πολιτική ορίστηκε η τέχνη του εφικτού και του αναγκαίου και όχι του επιθυμητού που αποτελεί πεδίο των ιδεών. Αυτό άλλωστε συνιστά και το περιεχόμενο της πολιτικής γιατί η ανθρωπότητα μέχρι τώρα συγκρότησε και βίωσε κοινωνίες ορίων και περιορισμών. Όταν το «βασίλειο της αναγκαιότητας» ξεπεραστεί από το «βασίλειο της ελευθερίας» τότε αυτόχρημα θα σημάνει και το τέλος της πολιτικής. Όμως έως τότε οι κυβερνήσεις έχουν καθήκον και χρέος να πλοηγήσουν τις χώρες μέσα από τους δαιδάλους των περιορισμών, των αναγκαιοτήτων και των εξωτερικών καταναγκασμών, με θετικό τρόπο από τον οποίο και θα κριθούν και όχι με βάση αυτό που επιθυμούν ή που βούλονται ανεξάρτητα και αυτοτελώς. Αυτό είναι το κριτήριο της αναγκαιότητας και της αντικειμενικότητας το οποίο είναι ακριβώς το αντίθετο από εκείνο της βουλητικής επιθυμίας, δηλαδή της βουλησιαρχίας το οποίο δεν ελέγχεται κατά τον Καρτέσιο και κατακρίθηκε εντόνως ακόμα και από τον Λένιν. Αυτό αποτελεί και το κριτήριο των δημοκρατικών πολιτευμάτων που ανάφερα παρά πάνω, το οποίο καλεί σε επίτευξη ισορροπίας μέσω πολλών και αντιτιθέμενων, πολλές φορές, παραγόντων. Το βουλητικό κριτήριο είναι σύμφυτο με τις απολυταρχίες και φεουδαρχικές μοναρχίες όπου η θέληση του ηγεμόνα γίνεται νόμος και κατ΄ επέκταση και θέληση των υπηκόων. Επομένως οι κυβερνήσεις και τα κόμματα που εκπροσωπούν καλούνται να επιτελέσουν το δύσκολο έργο της πραγμάτωσης του εαυτού τους εντός ενός αντιφατικού περιβάλλοντος αντικειμενικής ολότητας. Στη σύγχρονη πολυπλοκότητα, οι βαθμοί ελευθερίας που κρατούν στα χέρια τους είναι μικροί σε αριθμό ενώ σε περιόδους κρίσεων ελαχιστοποιούνται επικίνδυνα.

Τα πρώτα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι πως καμία κυβέρνηση όσο μεγάλο και αν είναι το κράτος που εκπροσωπεί δεν δρα κατά βούληση αλλά πάντα προσαρμόζει την ασκούμενη πολιτική στο πεδίο του εφικτού, του αναγκαίου και του αποδοτικού για τη σχετική πλειοψηφία των πολιτών. Δεύτερον, τα αποτελέσματα των πολιτικών που εφαρμόζονται δεν είναι πάντα αμέσως εμφανή. Απαιτείται ένα χρονικό διάστημα ωρίμανσης γιατί η τροποποίηση των κοινωνικών πεδίων πάνω στα οποία ασκούνται αντιδρούν πρώτα αρνητικά, μετά κριτικά και μετά θετικά, όταν πρόκειται για θετικές πολιτικές. Γιατί απευθύνονται σε ανθρώπους και η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι πάντα ευμετάβλητη κάτω από πλήθος επιρροών. Τρίτον, οι ώριμες δημοκρατίες προϋποθέτουν διαδικασίες και θεσμούς από όπου προέρχονται συνθέσεις αντιτιθέμενων συμφερόντων, γιατί απλούστατα οι κοινωνίες δεν είναι μονοταξικές αλλά πολυταξικές και πολυστρωματικές. Σε πολλές δε περιπτώσεις πολυγλωσσικές και πολυφελετικές. Στη δική μας χώρα, η πολυδιάσπαση του κοινωνικού και πολιτικού χώρου οφείλεται ακριβώς στο γεγονός της απουσίας ανάλογων εξωκομματικών κρατικών θεσμών, που κατοχυρώνουν την διάκριση των εξουσιών και που η λειτουργία τους θα άμβλυνε την οξύτητα των πρωτογενών αντιθέσεων με τρόπο ώστε η ανεύρεση συνισταμένης στη πολιτική κορυφή να καθίσταται εφικτή και ωφέλιμος. Έτσι αντί για συνθέσεις προκύπτουν διαιρέσεις και αντί για ολότητα κυριαρχία των μερών. Το γεγονός δηλαδή ότι δεν μετασχηματίζονται οι πρωτογενείς αντιθέσεις σε δευτερογενείς συνθέσεις είναι αποδεικτικό της ελλιπούς λειτουργίας του δημοκρατικού συστήματος στην Ελλάδα.

Με βάση τα παρά πάνω, η πολιτική των αποκρατικοποιήσεων μπορεί να εξηγηθεί και να κατανοηθεί όχι εύκολα αλλά με λιγότερη δυσκολία. Πρώτα απ’ όλα οι δημόσιες επιχειρήσεις είναι δημιούργημα του κράτους δηλαδή των κυβερνήσεων που διεύθυναν το κράτος. Συγκροτήθηκαν με χρήματα του ελληνικού λαού και επομένως ανήκουν σ’ αυτόν. Αυτός ορίζει μέσω της διαδικασίας των εκλογών ποιος θα διοικεί τις επιχειρήσεις και πως θα κατανέμει τα κέρδη ή τις ζημιές τους. Μέχρι εδώ δεν υπάρχει τίποτα το παράδοξο αλλά βρισκόμαστε ακόμα στο ορατό μέρος του φαινομένου. Αν θέλουμε να δούμε ολόκληρο το φαινόμενο, θα πρέπει να ερευνήσουμε την κλασική τριάδα του «γιατί» του «πως» και του «πότε», δημιουργήθηκε ο μεγάλος αριθμός των δημοσίων επιχειρήσεων. Τι στόχους εξυπηρέτησε και ποιες αναγκαιότητες τον επέβαλλαν.

Dedicated Cloud Hosting for your business with Joomla ready to go. Launch your online home with CloudAccess.net.