humanact.gr

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ - Η Ελληνική τραγωδία

E-mail Εκτύπωση PDF
Ευρετήριο Άρθρου
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ
Η Ελληνική τραγωδία
Η Ελληνική τραγωδία
Όλες οι Σελίδες

Επιπτώσεις των ανωτέρω εξελίξεων στις επιμέρους οικονομίες

Η εισαγωγή προϊόντων από χώρες χαμηλού κόστους. Η κατάργηση των πάσης φύσεως εμποδίων στις εισαγωγές όλων των κατηγοριών προϊόντων (συμπεριλαμβανομένων σταδιακά και των αγροτικών και των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, ιδιαίτερα μετά το 2005) από χώρες χαμηλού κόστους εκτοπίζουν την εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα σε πολλούς κλάδους στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Για παράδειγμα, οι δείκτες παραγωγής κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ετοίμων ενδυμάτων στην Ελλάδα μειώθηκαν από το 100 το 2004 στο 54,5 και 67,6 αντίστοιχα το 2007, με την πτώση να γίνεται ιδιαίτερα μεγάλη μετά την πλήρη απελευθέρωση της παγκόσμιας αγοράς κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από 1.1.2005. Πολλές επιχειρήσεις στους κλάδους αυτούς τέθηκαν εκτός λειτουργίας, ενώ άλλες μετέφεραν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες κυρίως στις γειτονικές χώρες χαμηλού κόστους. Επιπλέον, η ελληνική αγορά κατακλύζεται τα τελευταία έτη από ξένα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα που παράγονται και στην Ελλάδα, και μάλιστα από προϊόντα στην παραγωγή των οποίων η Ελλάδα κατέχει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Όμως, ο κατακερματισμός της παραγωγής στη χώρα μας και η αδυναμία επιχειρηματικής λειτουργίας του αγροτικού τομέα (δηλαδή αναλήψεως από τον ίδιο τον παραγωγό της ευθύνης για παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων που θα απολαμβάνουν ικανοποιητικής ζητήσεως από τους εγχώριους και τους ξένους καταναλωτές) συνεπάγονται τον εκτοπισμό των ελληνικών προϊόντων από τις αγορές ή την παραγωγή με μη ανταγωνιστικό κόστος. Τότε οι Έλληνες παραγωγοί διαμαρτύρονται επειδή οι τιμές που επιτυγχάνουν δεν καλύπτουν το κόστος τους, παρά τις επιδοτήσεις που συνεχίζουν να απολαμβάνουν και τις συνεχείς ρυθμίσεις δανείων από την Αγροτική Τράπεζα. Το ερώτημα είναι σε ποιόν διαμαρτύρονται. Εάν τα προϊόντα τους είναι υψηλής ποιότητας και προσφέρονται σε ικανοποιητικές τιμές οι καταναλωτές τα προτιμούν αναμφισβήτητα, αφού όλοι οι Έλληνες θεωρούν τα ντόπια γεωργικά προϊόντα καλύτερα από τα ξένα. Εάν οι μεσάζοντες απολαμβάνουν το μεγαλύτερο κέρδος, όπως υποστηρίζεται, γιατί οι παραγωγοί δεν οργανώνονται καλύτερα ώστε να πωλούν οι ίδιοι τα προϊόντα τους στους τελικούς καταναλωτές;

Η δημιουργία ενιαίων αγορών με πολιτικές εντατικοποιήσεως του ανταγωνισμού έχουν προχωρήσει αποφασιστικά και στους τομείς των υπηρεσιών και ιδιαίτερα στο χρηματοοικονομικό σύστημα, τις τηλεπικοινωνίες και σε διάφορα ελεύθερα επαγγέλματα με συνέπεια να γίνεται λόγος για τις επιπτώσεις από την είσοδο υδραυλικών ή ηλεκτρολόγων από χώρες χαμηλού κόστους, όπως η Πολωνία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία, στις ανεπτυγμένες χώρες. Πάντως, η πρόοδος που σημειώνεται στην απελευθέρωση του τομέα της ενέργειας, των κλειστών επαγγελμάτων και σε άλλους τομείς είναι σταδιακή με τάσεις προστατευτισμού να εμφανίζονται ακόμη σε πολλές χώρες στους τομείς αυτούς και ιδιαίτερα στην Ελλάδα.

Η εισροή εργαζομένων από χώρες χαμηλού κόστους εργασίας. Το μηνιαίο κόστος εργασίας (συμπεριλαμβανομένων και των εισφορών στα Ταμεία Κοινωνικής Ασφαλίσεως) διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα (Διάγραμμα 5). Σημειώνεται ότι το μέσο μηνιαίο κόστος εργασίας στην Κίνα και την Ινδία είναι λίγο χαμηλότερο από το αντίστοιχο κόστος στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Οι αγορές των χωρών με υψηλούς εργατικούς μισθούς και ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας προσελκύουν εργαζόμενους από χώρες χαμηλών αμοιβών και με περιορισμένες δυνατότητες αξιοπρεπούς απασχολήσεως. Οι εργαζόμενοι αυτοί είναι διατεθειμένοι να εργασθούν με πολύ χαμηλότερους μισθούς από τους εγχώριους εργαζόμενους και θα το έκαναν αυτό νομίμως, εάν οι εργασιακοί νόμοι το επέτρεπαν.

Όμως, στην Ελλάδα κανένας εργαζόμενος δεν μπορεί να προσληφθεί νομίμως με μισθό κατώτερο από τον σχετικά υψηλό κατώτατο μισθό και χωρίς να πληρώνει τις ασφαλιστικές εισφορές στο ΙΚΑ. Παρόλα αυτά, άνω του 1 εκατ. μετανάστες από τις γειτονικές χώρες (και όχι μόνο) εισήλθαν την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας. Οι απαγορευτικές διατάξεις της εγχώριας εργατικής νομοθεσίας παραμερίζονται και οι περισσότεροι από αυτούς προσλαμβάνονται και εργάζονται συνήθως σε ένα καθεστώς ανασφάλιστης εργασίας για πολλά έτη. Σε περιόδους που οι έλεγχοι εντείνονται, τότε οι παρανόμως εργαζόμενοι ή δηλώνουν την απασχόλησή τους, εάν δεν κινδυνεύουν πια να την χάσουν λόγω του ότι ο μισθός τους έχει ήδη ανέλθει στα επίπεδα του κατώτατου μισθού, ή αναγκάζονται να φύγουν από την Ελλάδα (τις περισσότερες φορές προσωρινά), εάν οι εργοδότες τους δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν το κόστος του μισθού και των εισφορών. Στην πρώτη περίπτωση οι εργαζόμενοι εγγράφονται και στο ΙΚΑ από το οποίο απαιτούν πλήρη σύνταξη στο 65ο έτος της ηλικίας τους με σημαντικά μειωμένα έτη εισφορών. Στη δεύτερη περίπτωση επιδεινώνουν την ανταγωνιστική θέση των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονταν, πολλές από τις οποίες αναγκάζονται να διακόψουν τη λειτουργία τους αφήνοντας άνεργους και τους υπόλοιπους Έλληνες εργαζόμενους. Σε πολλές περιπτώσεις οι επιχειρήσεις μεταφέρουν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες σε κάποια από τις γειτονικές χώρες χαμηλού κόστους. Έτσι, αντί να έρχεται εδώ εργατικό δυναμικό, φεύγουν από την Ελλάδα οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Αντί για εξαγωγές προϊόντων, έχουμε αυξημένες εισαγωγές στην Ελλάδα των προϊόντων που παράγονται στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης από ελληνικές επιχειρήσεις.

Σημειώνεται ότι η εισροή εργαζομένων από το εξωτερικό αποτελούσε μία καλή ευκαιρία για την Ελλάδα να αντιμετωπίσει το μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που είχαν οι γειτονικές χώρες χαμηλού κόστους εργασίας. Η ευκαιρία αυτή χάθηκε όταν πια δεν ήταν δυνατή η απασχόληση ξένων εργαζομένων στη χώρα μας με κόστος χαμηλότερο από αυτό των εγχώριων εργαζομένων.

Οι εξαγωγές επιχειρήσεων (off-shoring), δηλαδή η μεταφορά σημαντικών παραγωγικών μονάδων μίας επιχειρήσεως σε χώρες χαμηλού κόστους, είτε μέσω εξαγοράς αντίστοιχων παραγωγικών μονάδων στις χώρες επιλογής, είτε μέσω αυτόνομων ΞΑΕ. Για παράδειγμα, μία επιχείρηση κλείνει εργοστασιακές της μονάδες που ήταν εγκατεστημένες στην Ελλάδα και τις μετακομίζει ως έχουν, ή εγκαθιδρύει άλλες μονάδες, στη Βουλγαρία ή άλλη γειτονική χώρα, όπου παράγει τα ίδια προϊόντα με τις ίδιες ή παρόμοιες μεθόδους παραγωγής. Η διαφορά έγκειται στο ότι στη Βουλγαρία: α) το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι χαμηλότερο (Διάγραμμα 5), β) η ευελιξία της αγοράς εργασίας είναι μεγαλύτερη, γ) η φορολογική επιβάρυνση της επιχειρήσεως και των στελεχών της είναι χαμηλότερη, δ) η διαθεσιμότητα κατάλληλων οικοπέδων και η δυνατότητα οικοδομήσεως σε αυτά είναι μεγαλύτερη, κ.ά. Τα ανωτέρω αντισταθμίζουν κάποια σημαντικά πλεονεκτήματα της Ελλάδος, όπως, π.χ., η καλύτερη οικονομική και κοινωνική υποδομή, η καλύτερη ποιότητα ζωής, η συμμετοχή στη ΖτΕ, κ.ά.

Η έννοια της ανταγωνιστικότητας των χωρών εξακολουθεί να είναι νοητή στον βαθμό που σε διάφορες χώρες το ισχύον οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον ευνοεί λιγότερο ή περισσότερο την προσέλκυση επενδύσεων από εγχώριες ή ξένες επιχειρήσεις, σε μεγάλο βαθμό με ευθύνη του κράτους. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και η φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων και των ιδιωτών αποτελούν βασικά στοιχεία που εξετάζονται από τις επιχειρήσεις προκειμένου να αποφασίσουν τον τόπο εγκαταστάσεως των παραγωγικών τους δραστηριοτήτων. Όμως, βασικός παράγων για την ανταγωνιστικότητα μίας χώρας στον ενιαίο κόσμο είναι η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του κρατικού της μηχανισμού. Είναι, δηλαδή: α) ο βαθμός στον οποίο τα δικαιώματα εμπράγματης και πνευματικής ιδιοκτησίας είναι σαφώς προσδιορισμένα και προστατεύονται αποτελεσματικά από το κράτος και τους θεσμούς της χώρας, β) η αποτελεσματικότητα λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και της κυβερνητικής γραφειοκρατίας της χώρας, γ) ο βαθμός προστασίας των θεσμών λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς και οικονομίας και η αποτελεσματικότητα της δικαστικής λειτουργίας στην απονομή της δικαιοσύνης και στη δικαστική επίλυση οικονομικών διαφορών, κ.ά. Γενικά, τα εμπόδια στην άμεση εγκατάσταση επιχειρήσεων στις περισσότερες χώρες έχουν σήμερα ελαχιστοποιηθεί και οι δυνατότητες επιλογών τους είναι σημαντικά διευρυμένες. Έτσι, οι επιχειρήσεις επιλέγουν προσεκτικά τις χώρες εγκαταστάσεώς τους με στόχο την ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής και διανομής των προϊόντων τους. Η ελκυστικότητα του θεσμικού-οργανωτικού-οικονομικού πλαισίου λειτουργίας των διαφόρων οικονομιών παγκοσμίως στις ΞΑΕ εκτιμάται από διεθνείς οργανισμούς, με κυριότερους το World Economic Forum (WEF) και το IMD.

Σύμφωνα με το WEF (2007-2008), ο δείκτης ανταγωνιστικότητας της Ελλάδος ήταν στο 4,08 και κατατάσσεται στην 65η θέση ανάμεσα σε 131 χώρες, χαμηλότερα από την Τουρκία (53η), Πορτογαλία (40η), Ισπανία (29η), Ταϊλάνδη (28η), Τσεχία (33η), Σλοβακία (41η), Ουγγαρία (47η), κ.ά. (Διάγραμμα 6). Προκύπτει ότι η Ελλάδα δεν είναι καλά τοποθετημένη για την προσέλκυση επενδύσεων από εγχώριες ή ξένες επιχειρήσεις σε σύγκριση με τις ανταγωνίστριες χώρες. Πάντως, η Ελλάδα ευρίσκεται σε καλύτερη θέση από τις γειτονικές Βαλκανικές χώρες, όπως η Ρουμανία (74η), η Βουλγαρία (79η), η Σερβία (91η), η FYROM (94η) και η Αλβανία (109η). Παρόλα αυτά χάνει επιχειρηματικές επενδύσεις από αυτές τις χώρες, λόγω κυρίως του εξαιρετικά χαμηλού κόστους εργασίας τους και της χαμηλής φορολογικής επιβαρύνσεως που προσφέρουν σε αυτούς που επενδύουν στην επικράτειά τους[1]. Έτσι, η διαπίστωση της μελέτης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ σύμφωνα με την οποία 3.000 ελληνικές επιχειρήσεις μετεγκατέστησαν παραγωγικές τους μονάδες στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης, κατά την περίοδο 2003-2006, με συνέπεια την απώλεια περίπου 60 χιλ. θέσεων εργασίας στην Ελλάδα, είναι εύλογη. Στο ενιαίο κόσμο και οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να επιλέξουν τον πιο πρόσφορο για αυτές τόπο εγκαταστάσεως. Εάν επέλεγαν να μείνουν στην Ελλάδα θα είχαν κλείσει όχι μόνο τα εργοστάσιά τους αλλά και τα κεντρικά τους καταστήματα. Τότε πιθανότατα θα χάνονταν 90 χιλ. θέσεις εργασίας αντί των 60 χιλ. που χάθηκαν σήμερα.

Επίσης, η Κίνα κατατάσσεται στην 34η θέση στην κατάταξη του WEF, χαμηλότερα από πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες. Ωστόσο, εξακολουθεί να αποτελεί πόλο έλξεως μεγάλου όγκου ΞAE, όπως προαναφέρθηκε, λόγω: α) Του εξαιρετικά χαμηλού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, το οποίο, επιπλέον, έχει περαιτέρω πτωτική τάση τα τελευταία έτη. Αυτό οφείλεται αφενός στο ότι η αύξηση των εγχώριων μισθολογικών αμοιβών υπολείπεται του υψηλού ρυθμού αυξήσεως της παραγωγικότητας και αφετέρου, στο ότι σημειώνεται συνεχής υποτίμηση του Renminbi που είναι προσδεμένo στο υποτιμώμενο Δολάριο. β) Της έντονης προσπάθειας της Κίνας να αντιμετωπίσει και να βελτιώσει τα ανταγωνιστικά της μειονεκτήματα, με αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση στην κατάταξή της από την 54η θέση το 2006 στην 34η θέση το 2007 στον δείκτη ανταγωνιστικότητας του WEF.

Η εξωτερική ανάθεση (outsourcing) ολόκληρων διευθύνσεων και λειτουργιών επιχειρήσεων των αναπτυγμένων οικονομιών σε χώρες χαμηλού κόστους και αυξημένης προσφοράς εξειδικευμένης και ανειδίκευτης εργασίας. Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται ήδη σε μία μεγάλη σειρά επαγγελμάτων και υπηρεσιών. Οι εργασίες που ανατίθενται εξωτερικά είναι κυρίως: α) η από τηλεφώνου εξυπηρέτηση πελατών, β) η τεχνική υποστήριξη για τη διόρθωση βλαβών Η/Υ και άλλων διαρκών καταναλωτικών αγαθών, γ) η έρευνα και ανάπτυξη (π.χ., για τη σχεδίαση και ανάπτυξη λογισμικού, για την ανάπτυξη φαρμακευτικών προϊόντων, κ.ά.), δ) ο διακανονισμός των πληρωμών πιστωτικών/χρεωστικών καρτών, η παρακολούθηση της εξυπηρετήσεως τραπεζικών δανείων προς ιδιώτες και επιχειρήσεις, η συμπλήρωση φορολογικών δηλώσεων, η καταγραφή ιατρικών γνωματεύσεων με βάση ιατρικές εξετάσεις που έχουν γίνει, κ.ά., ε) η παραγωγή μερών διαφόρων διαρκών καταναλωτικών αγαθών από επιχειρήσεις που λειτουργούν σε χώρες χαμηλού κόστους, κ.ά. Η ανάπτυξη του outsourcing στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην εκπληκτική ανάπτυξη του διαδικτύου και στην επίτευξη υψηλού βαθμού διασυνδεσιμότητας μεταξύ των χωρών προσφοράς υπηρεσιών outsourcing και των χωρών στις οποίες υπάρχει αυξανόμενη ζήτηση για συναφείς υπηρεσίες.


Dedicated Cloud Hosting for your business with Joomla ready to go. Launch your online home with CloudAccess.net.