humanact.gr

EMMONΗ ΜΕ ΤΟ ΕΥΡΩΝΟΜΙΣΜΑ

E-mail Εκτύπωση PDF

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά οφείλει να διακρίνει δύο αναφορικές ερμηνείες. Αφ’ ενός οι Έλληνες αποδέχθηκαν ασμένως την εγκατάλειψη της προαιώνιας δραχμής γιατί πίστεψαν αφελώς ότι η υιοθέτηση του ευρώ θα τους έκανε οικονομικά πιο δυνατούς και εύρωστους τη βοηθεία βεβαίως του «πληροφοριακού μαζικού συστήματος» και αφ’ εταίρου το οικονομικό – πολιτικό κατεστημένο που καθοδηγούσε όλη αυτή τη πορεία ένταξης, θεώρησε ότι ασφαλίζεται έναντι των επιβουλών των διαφόρων γειτόνων και ότι οι ενδεχόμενες εξαγορές ή απορροφήσεις των ελληνικών επιχειρήσεων θα απέφεραν μεγάλα κέρδη στους ιδιοκτήτες τους.

Τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη. Οι προσδοκίες διαψεύστηκαν και τα πιο απεχθή σενάρια επαληθεύτηκαν.

Η ρηχότητα του παραγωγικού συστήματος, το τερατώδες υδροκέφαλο κράτος που απώλεσε τον ρόλο του, το ελλιπούς καταρτίσεως εργατικό δυναμικό, ο καταναλωτικός χαρακτήρας της οικονομίας, οι γιγαντιαίες δημοσιονομικές δυσαρμονίες, η υπέρ συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας στο τριγωνικό κέντρο, η ερήμωση της υπαίθρου χώρας, η απουσία προϋποθέσεων υγιούς ανταγωνισμού, η κυριάρχηση με λίγα λόγια ενός συστήματος που στις καθυστερημένες χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής ονομάζεται «καπιταλισμός της παρέας» δεν απασχόλησε σοβαρά τους πολιτικούς της προηγούμενης δεκαετίας αλλά ούτε και της τρέχουσας.

Πλήθος μελετητών, οικονομολόγων, κοινωνιολόγων και πολιτικών επιστημόνων, είχαν εντοπίσει το διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας πολύ πρώιμα, από την εποχή της μεταπολίτευσης ακόμα. Γράφτηκαν μελέτες, και διατριβές, έγιναν διαλέξεις, συνέδρια, ημερίδες και πολυημερίδες, αλλά δυστυχώς οι ηγήτορες «πολιτικοί ποιμένες» τα αγνόησαν όλα επιδεικτικά.

Και για άλλη μία φορά τίθεται το ερώτημα. Γιατί τα αγνόησαν όλα επιδεικτικά; Γιατί δεν έλαβαν τα αναγκαία θεσμικά μέτρα και δεν εφάρμοσαν πολιτικές οι οποίες θα απέτρεπαν την καταστροφή; Η απάντηση είναι ότι οι πολιτικές που θα αντιμετώπιζαν τις διαρθρωτικές και δομικές αδυναμίες της χώρας έφεραν πάνω τους μεγάλο πολιτικό κόστος και αυτό το κόστος θα το πλήρωνε το κόμμα που κυβερνούσε,δηλαδή οι ηγετικές ομάδες και επί πλέον η εφαρμογή τέτοιων πολιτικών επιφέρει θετικά αποτελέσματα αλλά στον μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, ενώ βραχυπρόθεσμα δημιουργεί εντάσεις. Και οι εκλογές βρίσκονται δύο τρία χρόνια μπροστά.

Στην Ελλάδα, οφείλω να σημειώσω ότι πάντα κυριαρχούσε η λογική για το βραχυπρόθεσμο όφελος και πάντα αυτό επιδιώκονταν με την ελάσσονα προσπάθεια. Ο πολιτικός κύκλος με άλλα λόγια ήταν τόσο μικρός που βρισκόταν πάντα σε σύγκρουση με τον οικονομικό και κοινωνικό κύκλο.

Η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος απεναντίας απαιτούσε εφαρμογή πολιτικών μακροπρόθεσμων διαστάσεων. Οι ασυμμετρίες παραγωγικότητας – αμοιβών και κόστους – τιμών, για να αντιμετωπιστούν ζητούσαν βαθιές πολιτικές αναδιοργάνωσης του οικονομικού συστήματος. Και τέτοιου είδους πολιτικές δεν ελήφθησαν ποτέ και από καμία κυβέρνηση μέχρι τώρα.

Από την άλλη πλευρά το Μάαστριχτ που κυοφόρησε το ευρώ ήταν περισσότερο ένας ερασιτεχνικός πολιτικός συμβιβασμός μεταξύ των δύο μειζόνων δυνάμεων της ευρωπαϊκής Ένωσης τα κριτήρια του οποίου ποτέ δεν τηρήθηκαν με συνέπεια. Αυτό αποδείχθηκε περίτρανα στη συνέχεια και από τη Γερμανία κατά την περίοδο της ενοποίησης της και από τη Γαλλία σήμερα.

Οι απόψεις που συγκρούονταν εκείνη την εποχή ήταν ουσιαστικά δύο. Η πρώτη ήταν αυτή της Γερμανίας (και Ολλανδίας) η οποία θεωρούσε ότι για να εγκατασταθεί ένα νόμισμα στην Ευρώπη, που θα αντικαθιστούσε τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών που ίσχυε τότε, θα έπρεπε να υπάρξει μία οικονομική σύγκλιση ανάμεσα στις χώρες η οποία θα ήταν και η εγγύηση για την σταθερότητα της αξίας του ενιαίου νομίσματος. Ήταν η οικονομική άποψη την οποία διοχέτευε η Μπούντεσμπανκ και ο διοικητής της Σλέζινγκερ. Αντίθετα η Γαλλία και η Ιταλία θεωρούσαν ότι θα έπρεπε να προηγηθεί η νομισματική ένωση, δηλαδή το ενιαίο νόμισμα, το οποίο θα ωθούσε στην οικονομική ομοιομορφία. Ήταν η νομισματική άποψη η οποία θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι δεν είχε καμία σχέση με τον Μίλτν Φρίντμαν. Το Μάαστριχτ υιοθέτηση την νομισματική άποψη και επειδή αυτή ήταν έξω από κάθε οικονομικό ορθολογισμό οι αντικειμενικοί στόχοι που ετέθησαν απλώς δεν επετεύχθησαν.

Η Γερμανία και οι δορυφόροι της εκείνη την εποχή υπό τον Κόλ και τον Σμίτ είδαν τις θέσεις τους να ακυρώνονται από τον γαλλοιταλικό άξονα που κυριάρχησε. Κατά κάποιο τρόπο όμως αυτό το αντάλλαξε η Γερμανία με τις ειδικές πολιτικές που εφάρμοσε για την απορρόφηση της ανατολικής πλευράς, κατά παρέκκλιση των κριτηρίων του Μάαστριχτ.

Η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Βρετανία και η Πορτογαλία δεν περιλαμβάνονταν στις πρώτες υποψήφιες χώρες υιοθέτησης του ευρώ. Όμως αυτές οι χώρες, πλην της Βρετανίας, δεν ήθελαν να χάσουν το τρένο της εξέλιξης ούτε πολύ περισσότερο να «βρεθούν στη λωρίδα βραδείας κυκλοφορίας». Εφάρμοσαν ανώδυνες σχετικά πολιτικές προσαρμογής, στο όνομα της σύγκλισης και εντάχθηκαν το ίδιο εύκολα στην ευρωζώνη. Στον πυρήνα της ισχύος!

Μετά την πτώση του τοίχους του Βερολίνου, η Κομισιόν εκπόνησε μελέτη η οποία καταδείκνυε ότι το συναλλαγματικό κόστος από τα διαφορετικά νομίσματα στην Ένωση ανέρχονταν στο 0,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Έπρεπε πάση θυσία αυτό το υπέρογκο κόστος να εξουδετερωθεί για την προώθηση του εμπορίου και της ανάπτυξης. Αυτό ήταν ο πρώτος λόγος που δικαιολογεί την βιασύνη με την οποία κτίστηκε η ευρωζώνη. Ο δεύτερος λόγος ήταν η ανάγκη για την ενοποίηση των δύο Γερμανιών και της πολιτικής κυριάρχησης στην ανατολική Ευρώπη, στα κράτη δηλαδή που αποσπάστηκαν από την Ρωσική κηδεμονία. Σχηματίστηκε έτσι μία νομισματική περιοχή κατ’ επίφαση ενιαία χωρίς προγραμματικό σχέδιο και κυρίως χωρίς τα θεμέλια των κοινών ή παρεμφερών οικονομικών δομών που είναι αναγκαία. Από το βορρά μέχρι το νότο και από την ανατολή μέχρι τη δύση, οι διαφορές στις εθνικές οικονομίες όχι μόνο δεν είναι συμπληρωματικές αλλά είναι και αντίπαλες. Η μία χώρα προσπαθεί ανηλεώς να υποκλέψει «πελάτες», κεφάλαια, τίτλους και εμπορεύματα από την άλλη σε μια προσπάθεια να ισχυροποιήσει τη θέση της στον διεθνή ανταγωνισμό. Οι πολιτικές προσελκυστικότητας κεφαλαίων που ακολουθούνται δεν έχουν ευρωπαϊκό χρώμα αλλά εθνικό. Με πρόσχημα το ισχυρό ευρώ αντί για ανοικτές ευρωπαϊκές συμπληρωματικές οικονομικές πολιτικές έχουμε εφαρμογές πολιτικών οικονομικού εθνικισμού!

Η Ελλάδα είδε και βίωσε τεχνητή, ασύμετρη και επίπλαστη ευημερία κατά την προηγούμενη δεκαετία όχι ακολουθώντας την παραγωγική λεωφόρο αλλά τον παρασιτικό παράδρομο του δανεισμού. " Καλυμμένη" πίσω από την γερμανική ασπίδα της παραγωγικής ισχύος, έβγαινε ανέμελη στις διεθνείς αγορές και με πολύ χαμηλά επιτόκια εξοικονομούσε κεφάλαια. Και αυτά τα κεφάλαια αντί να επενδύονται σε αλυσσίδες και δίκτυα παραγωγής αξιών υπέρ καταναλώνονταν σε αγορές εισαγομένων εμπορευμάτων γιατί μετατρέπονταν σε παρασιτικά εισοδήματα.

Στις διεθνείς αγορές η ερωζώνη είχε ισχύ. Παρήγαγε το μεγαλύτερο ΑΕΠ παγκοσμίως. Η παραγωγική της διαφοροποίηση ήταν ισχυρότερη όλων των ανταγωνιστών. Το ευρώ αύξανε συνεχώς την αγοραστική δύναμη του κατόχου του. Το εμπορικό πλεόνασμα ξεπερνούσε τα 200δις. Στην εκκίνηση, οι αδυναμίες των μερών υπέρ καλύπτονταν από τις δυνάμεις του «συνόλου». Στην πορεία όμως το σύνολο αποκαλύφτηκε ότι ήταν σαθρό και αδύναμο γιατί πολλά μέρη που το απάρτιζαν ήταν τέτοια. Κενά, χάσματα και συγκρούσεις, ως απολήξεις της κρίσης του 2008 ανέπτυξαν δυνάμεις που ενίσχυσαν τις εθνικές συσπειρώσεις και μείωσαν εκείνες που επεδίωκαν την εμβάθυνση της θεσμικής ολοκλήρωσης.

Τα πιο αδύναμα μέρη / κράτη κλήθηκαν να εφαρμόσουν πολιτικές λιτότητας που θα επανέφεραν την ισχύ του συνόλου και του ευρώ αλλά και που θα διεύρυναν τη δική τους εθνική εισοδηματική αδυναμία. Και αυτό, ας πούμε ότι θα μπορούσε να το δεχθεί κανείς πρόθυμα αν επρόκειτο να συστήσει το πρώτο στάδιο για την αναπτυξιακή απογείωση του Rostow. Δυστυχώς όμως τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Οι στόχοι ήταν αντιφατικοί και συγκρουόμενοι όπως σχεδιάστηκε να επιτευχθούν. Η λιτότητα έπαψε να αποτελεί μέσο και μετατράπηκε σε διαρκή στόχο. Έπαψε να σημαίνει νοικοκύρεμα και πήρε να ταυτίζεται με διευρυμένη φτωχοποίηση διευρυμένων κοινωνικών στρωμάτων. Η ρευστότητα αποστραγγίστηκε και τα κεφάλαια εξαφανίστηκαν από κάθε σχέδιο αναπτυξιακής προοπτικής. Τα κρατικά έσοδα από την υπέρ φορολόγηση μπορούν να διατηρούν το ελάχιστο βιοτικό όριο για τους πολίτες και να κρατούν ενήμερες τις δόσεις των δανείων. Τίποτα άλλο.

Αλλά και συνολικά η ευρωζώνη αγκομαχεί. Προσπαθεί να ξεφύγει από τη δυνάμει αποπληθωριστική δαγγάνη με τις πολιτικές χαλάρωσης του Μ. Ντράγκι αλλά οι εσωτερικές αρνήσεις της Μπούντεσμπανκ και οι διαρθρωτικές αποκλίσεις των εθνικών οικονομιών δεν επιτρέπουν γρήγορα και θεαματικά αποτελέσματα.

Εδώ όμως τίθεται άλλη μία ερώτηση. Γιατί αφού η ΕΚΤ εφαρμόζει πολιτικές πιστωτικής διεύρυνσης για να αποφύγει την στασιμότητα και την ύφεση δεν κάνει το ίδιο και η Ελλάδα που έχει εκατό λόγους παραπάνω;

Δεν το κάνει είναι η απάντηση γιατί δεν την αφήνουν οι ευρωπαίοι εταίροι. Και δεν την αφήνουν γιατί δεν πιστεύουν ότι η διοχέτευση ρευστότητας στην Ελλάδα θα οδηγηθεί στα κανάλια της παραγωγικής ανάπτυξης και όχι στην ψηφοθηρική κατασπατάληση. Προς τούτο συνηγορεί και το γεγονός ότι τόσα χρόνια καμία από τις κυβερνήσεις δεν έχει επιδείξει γνώση για το (τα) μοντέλα ανάπτυξης και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αυτά επιβάλλουν, για την Ελλάδα στο ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο. Με απλά λόγια οι σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ των ελλήνων πολιτικών και των ευρωπαϊκών θεσμών έχουν διαρραγεί.

Εν κατακλείδι εκείνο που χρειάζεται είναι ένας οδικός χάρτης οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Η χάραξη αυτού του χάρτη μπορεί να ξεκινήσει από την επεξεργασία ενός πιλοτικού σχεδίου για την ανάπτυξη έστω ενός κλάδου της οικονομίας με σύγχρονες ανταγωνιστικές αντιλήψεις και χρηματοδοτικά μέσα. Private equity δημοσίων, ιδιωτικών και ευρωπαϊκών πηγών θα μπορούσαν για παράδειγμα να πιλοτάρουν τον κλάδο της ναυπηγικής ή της ηλιακής ενέργειας σε μια συγκεκριμένη περιφέρεια. Μετά ακολουθεί σχεδιασμός για πόλους περιφερειακής ανάπτυξης άλλων διεθνώς ανταγωνιστικών κλάδων και έπεται συνέχεια.

Και αν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί χωλαίνουν ή δεν μπορούν να ακολουθήσουν ανάλογες πολιτικές ανάπτυξης τότε θα πρέπει να αλλάξουν οι σχετικές πολιτικές και φυσικά οι φορείς τους. Οδηγούμαστε δηλαδή από την αναγκαιότητα της αναθεώρησης του ευρωπαϊκού πλαισίου για την ανάπτυξη και την σύγκλιση των οικονομιών. Διαφορετικά η Ελλάδα οφείλει να τολμήσει διαφοροποιήσεις και εναλλαγές πολιτικών αν θέλει να σπάσει τον φαύλο κύκλο της εμβάθυνσης της κρίσης.

Θ. Κουρματζής

οικονομολόγος / στατιστικός / συγγραφέας


Dedicated Cloud Hosting for your business with Joomla ready to go. Launch your online home with CloudAccess.net.