Στρατηγικοί Αναπροσανατολισμοί

Εκτύπωση

  Η διακυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα, φέρνει στο προσκήνιο νέα δεδομένα που σχετίζονται με τους γεωστρατηγικούς αναπροσανατολισμούς των ΗΠΑ. Για παράδειγμα οι θέσεις των ΗΠΑ για την ανατιπυραυλική ασπίδα είναι αντίθετες με εκείνες που πριν μερικά χρόνια υπεράσπιζε η διακυβέρνηση Μπους.

ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΙ ΑΝΑΠΡΟΣΑΝΟΤΟΛΙΣΜΟΙ

Αναμφισβήτητα, μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου ο κόσμος βρίσκεται σε  μεταβατική εποχή.  Τόσο τα οικονομικά δεδομένα όσο και τα πολιτικά αλλάζουν με ταχύτατους ρυθμούς.  Ο σημαντικότερος ίσως τομέας που επηρεάζεται περισσότερο από τους άλλους είναι η διεθνής ισορροπία ισχύος.  Η Αμερική επέδειξε  ένα είδος αυτοϊκανοποίησης και αλαζονικής αυταρέσκειας, τουλάχιστον κατά τα πρώτα μεταψυχροπολεμικά χρόνια, το οποίο δυσανασχέτησε τις μεγάλες δυνάμεις του κόσμου.  Αργότερα και ιδιαίτερα με το γεγονός της 11/9 του 2001,  η Αμερική συνειδητοποίησε πως τα πράγματα μπορεί να είναι δυσκολότερα από εκείνα που ήταν κατά την περίοδο του διπολισμού.  Η εμπλοκή της στους πολέμους του Αφγανιστάν, του Ιράκ και τώρα της Λιβύης, με αμφίβολα αποτελέσματα, την αναγκάζουν να αναδιπλώνεται και να επανεξετάζει τη διεθνή της στρατηγική. 

Είναι, εκ των πραγμάτων, αναγκασμένη να ξαναμελετήσει τις μεγάλες γεωοπολιτικές ζώνες, τους παράγοντες που τις προσδιορίζουν και τους μελλοντικούς τους στόχους, ώστε να επανακαθορίσει μια μακροπρόθεσμη διεθνή στρατηγική.  Όσο και αν αυτός ο τομέας δεν είναι αρκετά δημοφιλής στους αμερικανούς, ωστόσο η  αμερικανική ηγεσία οφείλει να προβεί σε διεθνείς δεσμεύσεις αν δεν θέλει να εξοβελιστεί από την παγκόσμια σκηνή.  

Προς το παρών πάντως επικρατεί μια σύγχυση όχι μόνο στη κοινή γνώμη αλλά και στο Κογκρέσο για τον τρόπο με τον οποίο τείνει να δομηθεί η νέα παγκόσμια ισορροπία ισχύος, γεγονός που την καθιστά επιφυλακτική και συντηρητική ως προς τη χρήση νέων μέσων άσκησης εξωτερική πολιτικής.

Για παράδειγμα η καθυστέρηση των θέσεων  της για καταδίκη του καθεστώτος Μουμπάρακ στην Αίγυπτο, παραδοσιακό της σύμμαχο, ή της παραχώρησης πρωτοβουλίας στη Γαλλία για τις νατοϊκές επιδρομές στη Λιβύη, σχετίζονται και με αυτόν τον παράγοντα.  

 

Στο τραπέζι με το παγκόσμιο χάρτη έχει κυκλώσει τέσσερις μεγάλες περιοχές με μεγάλη πολυπλοκότητα και αντιφατικότητα, μέσα από τις οποίες πρέπει να χαράξει ένα δρόμο ηγεμονικής πορείας και να πλοηγήσει τον εαυτό της.

Η εντεινόμενη κρίση στην Ευρώπη και την βόρειο Ευρασία είναι ο πρώτος κύκλος, η Μέση Ανατολή και η βόρειος Αφρική είναι ο δεύτερος, η Άπω Ανατολή είναι ο τρίτος και η κατακερματισμένη Αφρική είναι ο τέταρτος.

Ουσιαστικά ολόκληρος ο πλανήτης σχεδόν φαίνεται πως βρίσκεται σε κατάσταση ανισορροπίας κάτι που περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα.  Όμως η πολυπλοκότητα μπορεί να μειωθεί αν δούμε καθαρότερα το εσωτερικό των ζωνών.  Σε όλες σχεδόν, εκτός των 46 της Αφρικής, υπάρχουν κράτη – πυρήνες γύρω από τα οποία είναι συγκεντρωμένα τα κέντρα των περιφερειακών εξελίξεων.  Στην Ευρώπη υπάρχει ο άξονας Γερμανίας – Γαλλίας, στη βόρειο Ευρασία η Ρωσία, στην Άπω Ανατολή ο άξονας Κίνας – Ιαπωνίας και στη Μ. Ανατολή υπάρχει το Ισραήλ και η Τουρκία.  Το στοιχείο που φέρνει μεγάλη αμηχανία στην ηγεσία των ΗΠΑ, είναι ότι στο εσωτερικό των περιφερειακών ζωνών δεν υπάρχει ευσταθής ισορροπία ισχύος που να υπόσχεται σταθερότητα στο μέλλον.  Οι σχέσεις Ε. Ένωσης – Ρωσίας επανακαθορίζονται συνεχώς, οι σχέσεις Κίνας – Ιαπωνίας είναι σε διαρκή αντιπαλότητα, και η κατάσταση στη Μέση Ανατολή είναι πολεμική και χειρότερη από κάθε άλλη φορά.

Αφού η Αμερική δεν μπορεί να σηκώσει ολόκληρο το βάρος της παγκόσμιας ηγεμονίας στους ώμους της, τότε θα πρέπει να το μοιραστεί έναντι υποχωρήσεων ασφαλώς, με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη. Έτσι σχεδιάζει ένα πλαίσιο σχέσεων μέσα στο οποίο βρίσκονται ακτίνες που τη συνδέουν με την Ρωσία, την Κίνα, το Ισραήλ, και τη Γαλλογερμανία και ένα δεύτερο πλαίσιο σχέσεων με ακτίνες που την συνδέουν με τις εστίες που δημιουργούν κρίσεις στο πρώτο πλαίσιο. Όσο οι σχέσεις που αναπτύσσει με τους πρωταγωνιστές του πρώτου πλαισίου είναι λειτουργικές, αποφέρουν δηλαδή αμοιβαία αναλογικά οφέλη, τόσο αυτή καθίσταται ικανή να αντιμετωπίσει τις ανισορροπίες που δημιουργούνται στο δεύτερο πλαίσιο, συνεπικουρούμενη από τους συμμάχους της.

Οι σχέσεις που αναπτύσσει με τις μεγάλες δυνάμεις του πρώτου πλαισίου είναι και μονομερείς και πολυμερείς. Οι μονομερείς δηλαδή οι διπολικές βρίσκονται κάτω από τον απόλυτο έλεγχο της. Οι πολυμερείς όμως δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν με απόλυτο τρόπο γιατί οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των μεγάλων κρατών, εκτός Αμερικής, δεν είναι πάντα ωφέλιμες γι’ αυτήν. Για παράδειγμα οι σχέσεις Κίνας – Ρωσίας, μπορεί να εσωκλείουν συμφωνίες που βρίσκονται έξω ή και αντίθετα με (από) τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Το ίδιο και οι σχέσεις Γερμανίας – Ρωσίας ή Γερμανίας – Κίνας. Δεδομένου του μεγάλου φορτίου εντάσεων του παρελθόντος, και οι σημερινές αμοιβαίες σχέσεις συνεργασίας δεν είναι απαλλαγμένες από καχυποψία και πολλές φορές από φόβο. Ιδιαίτερα όταν η αμερικανική οικονομία τα τελευταία είκοσι χρόνια εμφανίζει μεγάλη εξάρτηση από παράγοντες της διεθνούς αγοράς.

Σε ό,τι αφορά στο δεύτερο πλαίσιο των σχέσεων με τους αντιπρωταγωνιστές – υπονομευτές της διεθνούς ισορροπίας, δηλαδή το Ιράν, το Ιράκ, την Αλκάϊντα, κλπ, η Αμερική είναι πεπεισμένη ότι δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις αντιμετώπισης τους, μόνη της. Ζητά και ξαναζητά τη συνεργασία των άλλων μεγάλων δυνάμεων, που και αυτές όμως σταθμίζουν προσεκτικά τη συμμετοχή τους στο παιχνίδι γιατί διατηρούν πολλαπλά συμφέροντα με τους «κακούς», τα οποία δεν θέλουν να υπονομεύσουν. Για παράδειγμα οι σχέσεις της Ρωσίας με το Ιράν ή της Τουρκίας με το Ιράκ, και άλλα παρόμοια.

Έτσι η Αμερική δέχεται να συμμετάσχει σε ένα διεθνές παίγνιο πολλαπλών στρατηγικών προς χάριν των διεθνών της συμφερόντων από το να αποχωρήσει απ’ αυτό και να επιστρέψει στο μονομερισμό και στον απομονωτισμό του τύπου του δόγματος Μονρόε. Απλώς εκείνο που παραλλάσσεται είναι το ύφος της στρατηγικής συμμετοχής. Η κυβέρνηση Ομπάμα έχει επιλέξει μια πιο συντηρητική συμμετοχή με περισσότερους συντελεστές σχετικής βεβαιότητας από εκείνη που είχε επιλέξει η παράτολμη διοίκηση Μπους.

Και τούτο γιατί η αμερικάνικη ασφάλεια ετεροκαθορίζεται σε τρεις τουλάχιστον καθοριστικούς τομείς. Πρώτον στη κάλυψη των ενεργειακών της αναγκών, εξαρτάται από τα πετρέλαια της Μ. Ανατολής και της Βενεζουέλας, δεύτερον τα οικονομικά της ελλείμματα μπορεί να τα καλύψει από τις κεφαλαιακές ροές του εξωτερικού και κυρίως εκείνων που προέρχονται από τη Κίνα και τρίτον ο μεγάλος αριθμός των πολυεθνικών εταιριών που αντλούν την ισχύ τους από τις διεθνείς αγορές. Σε μεγάλο βαθμό η διεθνής στρατηγική των ΗΠΑ, με τις ισχύουσες δομές της, καθορίζεται ντετερμινιστικά. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιεί το αποτελεσματικό εργαλείο του διεθνούς φιλελευθερισμού. Με άλλα λόγια προωθεί μια πλατφόρμα οικονομικής δημοκρατίας, δηλαδή οικονομίες αγοράς, στις χώρες εκείνες από τις οποίες πολλαπλώς εξαρτάται. Αυτό σημαίνει πως θα αναπτυχθούν ανάλογες εξαρτήσεις και στις χώρες από τις οποίες η ίδια εξαρτάται έτσι ώστε να μη καθίσταται εφικτή μια αντιαμερικανική πολιτική από αυτές χωρίς μεγάλο κόστος. Η απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου, η ταχύτατη κινητικότητα των κεφαλαίων, οι επενδύσεις, και πάνω απ’ όλα το νόμισμα, μετατρέπονται σε εργαλεία στρατηγικής επιβολής των ΗΠΑ, επί των χωρών που της καλύπτουν ζωτικά της συμφέροντα.

Και αυτά τα εργαλεία – όπλα, ίσως έχουν μεγαλύτερη ισχύ από τους πυραύλους και τα καταδρομικά.

Οι δημοκρατικοί στην Αμερική, δηλαδή η Αριστερά, έχει αναγάγει την διάχυση των δημοκρατικών αρχών σε ολόκληρο τον κόσμο σε βασικό της δόγμα. Πιστεύει πως αν σε όλες τις χώρες του κόσμου εγκαθιδρυθούν συστήματα δημοκρατίας, μάλλον εννοούν οικονομικής δημοκρατίας, τότε οι πόλεμοι μεταξύ των μεγάλων χωρών τουλάχιστον, θα εξαλειφθούν γιατί το κόστος διεξαγωγής ενός πολέμου θα είναι μεγαλύτερο από το όφελος. Υπάρχουν όμως και «σεβαστές» δυνάμεις, κυρίως στους κόλπους των συντηρητικών που πιστεύουν πως αποτελεσματικότερη στρατηγική είναι αυτή του προειδοποιητικού εκφοβισμού δια των παραδοσιακών όπλων ή της απειλής χρήσης τους.

Στο τέλος όμως εκείνο που εφαρμόζεται στη πράξη από τις ΗΠΑ, είναι ένα μείγμα των δύο, ανάλογα με την περίπτωση που καλείται να αντιμετωπίσει. Οι διαφορές είναι μάλλον διαφορές βαθμού και πότε υπερισχύει η κλαγγή των όπλων και πότε η κλαγγή των αγορών.

Ακόμα και έτσι όμως, επειδή η Αμερική συμμετέχει σε ένα παίγνιο ανοικτής στρατηγικής, όσο εύκολο είναι να υποδύεται το ρόλο του θύτη άλλο τόσο εύκολο είναι να μετατραπεί και ή ίδια σε θύμα, όπως απέδειξε η πρόσφατη κρίση του ’08 και ίσως αυτή που έρχεται.