Οι "Αγανακτισμένοι"

Εκτύπωση

ΟΙ ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ

Είναι απορίας άξιον το γεγονός ότι όλα σχεδόν τα μαζικά κινήματα στη πρόσφατη ιστορία είχαν αμυντικό χαρακτήρα. Έτσι και αυτό που αδόκιμα ονομάστηκε «αγανακτισμένοι» σχηματίστηκε για να ανακόψει την ορμή και τη δύναμη κάποιου επιτιθέμενου. Μόνο το κίνημα του Πολυτεχνείου, στο πρόσφατο παρελθόν, σε ότι αφορά στην Ελλάδα, είχε επιθετικά χαρακτηριστικά, με την έννοια ότι οι αγωνιστικοί του στόχοι ήταν θετικές προτάσεις ανατροπής και αντικατάστασης της ισχύουσας πολιτικής τάξης. Οι στόχοι δε αυτοί που έθετε το «Πολυτεχνείο» ήταν κοινοί και αποδεκτοί από όλους τους συμμετέχοντες αλλά και από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού.

Στη προκειμένη περίπτωση οι «αγανακτισμένοι» είτε εδώ, είτε στην Ισπανία ή όπου αλλού, κινητοποιούνται από ένα είδος θυμικής παρόρμησης έναντι ενός «ανοίκειου άλλου», ενός ξενιστή, που έχει εισβάλλει στη στρωμένη τους ζωή και κατά το πλείστον την έχει αναστατώσει οικονομικά. Ο ξενιστής δε αυτός είναι η κυβέρνηση αλλά και οι άλλοι πολιτικοί σχηματισμοί, οι οποίοι δρουν κακόβουλα και εναντίον τους.

Οι επιδιώξεις τους είναι να καταρρεύσει η κυβέρνηση και μαζί της ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, να αποσυρθεί το επαχθές μνημόνιο, να φύγει η τρόϊκα από την Ελλάδα, για να γίνει εφικτή η επιστροφή στη προτεραία κατάσταση.

Πίσω από αυτές τις γραμμές υπονοούνται αντιφατικές θέσεις όπως: ότι η κατάσταση των τελευταίων δεκαετιών στην οικονομία και κοινωνία ήταν η επιθυμητή, ότι το πολιτικό σύστημα λειτούργησε εν κενώ και ανεξάρτητα από τη θέληση των «αγανακτισμένων», ότι οι ξένοι εταίροι της Ελλάδας, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι επιβουλείς και εχθροί, ότι η κοινοβουλευτική αστική δημοκρατία δεν είναι το πολίτευμα που αρμόζει στα ελληνικά συμφέροντα του λαού, κλπ.

 

Οι ίδιοι οι συμμετέχοντες στις εκδηλώσεις αποσείουν τις ευθύνες της σημερινής κρίσης από πάνω τους, αρνούνται να δεχθούν ότι σ’ αυτές τις δύο δεκαετίες που σωρεύτηκαν οι κρισιογόνες εκτροπές, ζούσαν και οι ίδιοι στην Ελλάδα, ψήφιζαν, διορίζονταν στο κρατικό σύστημα αναξιοκρατικά, δανείζονταν υπέρμετρα από το πιστωτικό σύστημα, φοροδιεύφευγαν αν και όταν μπορούσαν, καταβρόχθιζαν άκριτα τη μαζική τηλεοπτική υποκουλτούρα, παπαγάλιζαν τη εκπαιδευτική ύλη για την εισαγωγή σε ένα, όποιο, εκπαιδευτικό ίδρυμα, χωρίς να γνωρίζουν ακόμα και τον πυρήνα αυτής της ελληνικής ιστορίας, την προπαίδεια και τα βασικά μαθηματικά, για να μη μιλήσουμε για την ελληνική γλώσσα.

Και τότε αυτός που θέλει να στοχάζεται επιμελώς, αναρωτιέται γιατί άραγε η άγνοια της ιστορίας του γένους και του έθνους, η ασέλγεια επί της ελληνικής γλώσσας, η άγνοια της βασικής αριθμητικής, η κακοποίηση της ελληνικής αξιακής κλίμακας, η κολακεία και το ταλέντο στο γλείφειν, η εξαρτοποίηση από τον κομματάρχη και τον βουλευτή, η λατρεία της σκουπιδοποίησης των τηλεοπτικών προγραμμάτων, η εργασιακή φυγοπονία, η επιδοματοποίηση της ζωής, και η θεοποίηση της άσκοπης και επιδεικτικής κατανάλωσης, είναι μικρότερα κοινωνικά αδικήματα από την υπερχρέωση που επέφεραν οι πολιτικοί, ή τα ελλείμματα στον προϋπολογισμό που δημιούργησαν; Μάλλον τα πρώτα είναι οι βασικές αιτίες των δεύτερων. Γιατί εδώ πιάνει τόπο η ρήση ότι οι πολιτικοί αποτελούν τον καθρέπτη στον οποίο αναγνωρίζει τον εαυτό της η κοινωνία. Στο κάτω – κάτω οι πολιτικοί, όσοι δεν έκλεψαν δημόσιο χρήμα, σ’ αυτούς αναφέρομαι, γιατί τους δεύτερους τους περιφρονώ, φρόντιζαν να ικανοποιούν τα θελήματα των οπαδών τους προς άγραν ψήφων, ακολουθούντες τη δοκιμασμένη συνταγή των Ρωμαίων, περί «παροχής άρτου και θεάματος στο αμαθές πόπολο». Κατακριτέο φυσικά αλλά όχι παράξενο και εγκληματικό.

 

Αυτό το «κίνημα των αγανακτισμένων» έχει ασφαλώς ταυτότητα, αλλά είναι ασαφής, αμφίσησημη, ετερόκλητη και δείχνει να μοιάζει με ένα άθροισμα ανόμοιων και αντιφατικών επιδιώξεων και στόχων, σαν την Γκουέρνικα, που το κάνει να ασφυκτιά μέσα στα όρια του πεπερασμένου και του αδιέξοδου. Εκείνο που του προσφέρει μια ασθενή ενοποιητική βάση, είναι η άρνηση του να αποδεχθεί ένα νοσηρό πολιτικό κλίμα, στο οποίο όμως ασυνείδητα ή συνειδητά και το ίδιο συμμετείχε ως προς τη δημιουργία του. Η έγκαιρη συνειδητοποίηση αυτής της κατάστασης, ωστόσο και ανεξάρτητα από όλα τα άλλα, αποτελεί μια ηθική πηγή νεότητας. Δηλαδή μια εκφρασμένη θέληση για αλλαγή πορείας προς το νέο. Στο άμεσο μέλλον θα αποδειχθεί αν η θέληση αυτή είναι αρκούντως ισχυρή ώστε να συμπαρασύρει σε ριζικές αλλαγές και την ίδια την σύνθεση της πολιτικής διάταξης. Αν η πίεση που θα ασκήσει θα αναγκάσει και τα ίδια τα πολιτικά κόμματα να αναπροσανατολιστούν. Αυτές οι διαδικασίες είναι δεμένες αμφίδρομα μεταξύ τους και η μία επηρεάζει την άλλη και ως προς το καλύτερο και ως προς το χειρότερο. Από την άποψη αυτή και δεδομένου ότι οι «αγανακτισμένοι» είναι πρωτίστως αγανακτισμένοι με τους εαυτούς τους, για τις παρακμιακές επιλογές του παρελθόντος, το υφέρπον κίνημα μπορεί να εκληφθεί και ως έκρηξη συλλογικής αυτοκριτικής και απόρριψης κοινωνικών συμπεριφορών που οδήγησαν στην παρούσα κρίση. Η συλλογική αυτογνωσία είναι το πρώτο βήμα για μια θετική πολιτικοποίηση. Το δεύτερο βήμα είναι η μετατροπή της ουτοπικής έκκλησης που προβάλλει σε ρεαλιστική πολιτική πρόταση. Ρεαλιστική γιατί η άρνηση των συνθηκών οδηγεί στη διάπραξη παιδαριωδών λαθών, με καταστροφικά αποτελέσματα διαρκείας.

 

Είναι πραγματικά μια μεγάλη ευκαιρία, η αυθόρμητη συλλογική δράση που δημιουργήθηκε στα κατάριζα της κοινωνίας, να μετατραπεί σε μοχλό κρούσης και προβολής αιτημάτων για τις βαθιές αλλαγές τις οποίες έχει ανάγκη αυτή η χώρα. Το εγχείρημα αυτό δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Η ιστορία είναι γεμάτοι από παραδείγματα αυθόρμητων εξεγέρσεων και επαναστάσεων ακόμα, όπως η Γαλλική, που στη προσπάθεια τους να αποκτήσουν θετικό «πολιτικό πρόσωπο» έχασαν τον αρχικό τους δυναμισμό (Μάης του ’68) ή μετατράπηκαν στο αντίθετο τους (γαλλική τρομοκρατία).

 

Η χαοτική γεννικότητα των στόχων που προβάλλουν οι «αγανακτισμένοι» προσφέρει μεν ένα μεγάλο στέγαστρο για κάθε απογοητευμένο, αλλά ταυτόχρονα κινδυνεύει να περιπέσει στην ατονία, στην αναποτελεσματικότητα, στην κομματική οικειοποίηση και στον εκφυλισμό. Αντίθετα τα κοινωνικά αιτήματα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ήταν συγκεκριμένα και απτά. Να απαλλαγεί η χώρα από την δικτατορία, να επανέλθει η δημοκρατία και να αναμορφωθεί το εκπαιδευτικό σύστημα. Ανεξάρτητη από την αρνητική έκβαση τους τριάντα χρόνια αργότερα, εκείνη την εποχή τα αιτήματα αυτά πραγματώθηκαν και τα τρία.

Το ίδιο συνέβη και με τα αυθόρμητα ξεσπάσματα του ελληνικού λαού το 1842-3 για την υιοθέτηση Συντάγματος από την μοναρχία του Όθωνα και τη μετατροπή του πολιτεύματος το 1864. Και τα δύο πέτυχαν γιατί οι συλλογικές κινητοποιήσεις περιέκλειαν συγκεκριμένα και αδιαπραγμάτευτα πολιτικά αιτούμενα. Ανεξάρτητα αν το Σύνταγμα κατέληξε να είναι ένας τόμος χάρτου, ωστόσο οι εξεγέρσεις του λαού που έκανε το χρέος του, θεωρήθηκαν επιτυχείς.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση των «αγανακτισμένων», θα προτιμούσα τον όρο αξιοπρεπών, η πολιτικοποίηση θα μπορούσε να πάρει χρήσιμη ταυτότητα αν επικεντρωνόταν σε τρεις βασικούς στόχους.

Α) ηθική κατανομή του κόστους εξόδου από την κρίση, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, με αποπληρωμή των χρεών και διαδικασίες διαρθρωτικής ανάπτυξης,

Β) κατάργηση των προνομίων των πολιτικών με ταυτόχρονη μετατροπή των κομμάτων από αρχηγικά / στελεχικά σε δημοκρατικά με ανοικτές πολιτικές διαδικασίες, και επιρρεπή στον έλεγχο του νόμου και του λαού, και,

Γ) συγκρότηση αποτελεσματικής και ευέλικτης δημόσιας διοίκησης, πάνω σε κανόνες ηθικού και θετικού δικαίου, ώστε να απορροφά θετικά τις εκτροπές των όποιων πολιτικών προσώπων και κομμάτων.

Δυστυχώς στην Ελλάδα η διάκριση των εξουσιών και θεσμών, που απορρέουν από τη λαϊκή θέληση, δηλαδή οι θεμελιώδεις κανόνες που έθεσαν ο Μοντεσκιέ και ο Λόκ, δεν κατάφεραν ακόμα να γίνουν πραγματικότητα στον κοινωνικό χώρο που τον κατέλαβε και τον ισοπέδωσε αδιάκριτα η κομματοκρατία.