ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ ΓΙΑ ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ

Εκτύπωση

ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ ΓΙΑ ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ

Τώρα πια είναι αργά. Πολύ αργά. Η ζημιά που έγινε είναι ανεπανόρθωτη. Οι μήνες που παρήλθαν άκαρποι και άγονοι στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους, στοίχισαν στην ελληνική οικονομία και στα ελληνικά νοικοκυριά ασφαλώς μερικά δις ευρώ. Εκεί που ψάχναμε με το φανό του Διογένη να βρούμε μερικά εκατομμύρια για τις συντάξεις και τους μισθούς, για τα νοσοκομεία και τους αστέγους, εκεί που αναζητούσαμε σταθερό σημείο να πατήσουν τα πόδια μας, ήρθε ένα τσουνάμι αδιαλλαξίας, απειρίας, άγνοιας και ανοησίας και μας γύρισε πίσω. Πολύ πίσω. Η κυβέρνηση αυτή απόδειξε περίτρανα πως δεν ξέρει να κυβερνά, δεν ξέρει να διαπραγματεύεται και δεν ξέρει πως έχουν ρυθμιστεί οι κανόνες των διεθνών σχέσεων. Δεν είναι μόνο η αποτυχία με τους ευρωπαίους που το αποδεικνύει, είναι και οι αστοχίες με τους ρώσους, τους κινέζους, κλπ. Χωρίς πείρα, χωρίς πολιτική ανάλυση για τη σύγχρονη διαμόρφωση του διεθνούς συστήματος και χωρίς σοβαρούς πολιτικούς, πήρε μια ολόκληρη χώρα στους ασθενικούς της ώμους και την οδηγεί σε τραγικό αδιέξοδο. Σιγά – σιγά αρχίζει να χάνει όχι μόνο τους φίλους της στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό.

Αλλά ούτε και από την πλευρά των εταίρων επιδείχθηκε η κατάλληλη ευαισθησία. Λόγω της μεγάλης εμπειρίας τους θα περίμενε κανείς να δει μία διαφορετική στρατηγική, εφόσον όπως ισχυρίζονται, επιθυμούν να κρατήσουν την Ελλάδα στην ΟΝΕ.

Εκ γενετής η ΟΝΕ, έχει μεγάλα αρχιτεκτονικά προβλήματα. Υπάρχουν πολλά αλλά εδώ θα σημειώσω μόνο τρία: α) οι χώρες που συμμετέχουν στην ενιαία ζώνη δεν διαθέτουν και ενιαία φορολογική και γενικά δημοσιονομική πολιτική, β) δεν υπήρχε ένας προληπτικός μηχανισμός αντιμετώπισης κρίσεων εντός της ζώνης και γ) δεν υιοθετήθηκε μία στρατηγική εντιμετώπισης των μεγάλων οικονομικών και εισοδηματικών ανισοτήτων ανάμεσα στα κράτη μέλη.

Το αποτέλεσμα αυτών ήταν ό,τι θεωρείται από την οικονομική επιστήμη ως ακρογωνιαίος λίθος της. Ισχυροποιήθηκαν τα ισχυρά βόρεια κράτη της ένωσης και αποδυναμώθηκαν τα αδύναμα νότια μεσογειακά.

Και όμως αυτό το απλό φαινόμενο της εξέλιξης των οικονομιών της ΟΝΕ, αδυνατούν να το κατανοήσουν και να το παραδεχθούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και δη τα κράτη που ηγεμονεύουν ήτοι η Γερμανία και η Γαλλία. Γιατί; Γιατί απλώς δεν θέλουν να αποδεχθούν ότι αυτά τα ίδια μείζονα ευρωπαϊκά πρώην αυτοκρατορικά κράτη, διέπραξαν λάθη σχεδιασμού και λειτουργίας. Ιδιαίτερα η Γερμανία, αν αποδεχθεί ότι η βιασύνη και η προχειρότητα που επέδειξε για τη δημιουργία της ΟΝΕ, οφειλόταν στην επιτακτική ανάγκη της ενοποίησης των δύο Γερμανιών, θα αποδεχθεί ταυτόχρονα ότι χρησιμοποίησε το ευρώ για δικούς της εθνικούς σκοπούς και όχι για λόγους που επέβαλλε η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Αυτό αποδείχθηκε άλλωστε και από την παραβίαση των κανόνων του Μάαστριχτ και του συμφώνου σταθερότητας.

Μ' αυτήν την έννοια οι αδύναμες χώρες του Νότου, καλυπτόμενες πίσω από την ασφάλεια που προσέφεραν οι ισχυρές του Βορρά με το ισχυρό ευρώ, προσέφευγαν σε δανεισμό ενίοτε υπέρμετρο, με χαμηλά επιτόκια για να χρηματοδοτήσουν ένα βελτιωμένο βιοτικό επίπεδο. Ποιος θα μπορούσε να αποφύγει το δέλεαρ; Και μάλιστα όταν τα βιοτικά επίπεδα ήταν πολύ χαμηλά σε σχέση με εκείνα του βορρά; Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι θα έπρεπε αυτό να επιδιωχθεί μέσω της βελτίωσης και αναβάθμισης της παραγωγικής βάσης των οικονομιών τους κάτι που θα επέφερε πλούτο και όχι μέσω τους καταναλωτικού δανεισμού. Σωστό αλλά το πρώτο έχει μακροπρόθεσμες θετικές επιπτώσεις ενώ το δεύτερο, αυτό που τελικά και επελέγει, βραχυρόθεσμες. Και οι πολιτικοί όλου του κόσμου επιλλέγουν το βραχυπρόθεσμο όφελος και όχι το επίπονο μακροπρόθεσμο.

Η σωστή και διατηρήσιμη στρατηγική για τη δημιουργία της ζώνης του ευρώ θα ήταν να προηγηθεί η πραγματική σύγκλιση των οικονομιών των κρατών μελών μέσω της επενδυτικής ανακύκλωσης των κεφαλαίων από το βορρά προς το νότο, μέσω της θέσπισης ενιαίας φορολογικής πολιτικής και πολιτικής κρατικών προϋπολογισμών και μέσω της εξυγίανσης του πιστωτικού συστήματος, προυποθέσεις αυτές που θα προσέδιδαν σταθερότητα στη νομισματική ζώνη αλλά και στα παραγωγικά συστήματα των κρατών / μελών.

Το συμπέρασμα είνα ότι η τρέχουσα κρίση δεν οφείλεται μόνο στην τάση για “ραθυμία” των νοτίων αλλά και στο ένστιγκτο για υπέρ πλουτισμό των βορείων. Έτσι νομισμαατική ζώνη τελικά θεωρήθηκε μία περιοχή όπου οι βόρειοι δάνειζαν ενεξέλεγκτα τους νότιους, για την απορρόηση των προϊόντων τους με ταυτόχρονο όφελος και των δύο και όχι μία περιοχή στην οποία θα κυριαρχούσε η αλληλό - συμπληρωματικότητα των παραγωγικών συστημάτων όσων συμμετείχαν.

Κάτι τέτοιο όπως είναι φυσικό οδηγεί νομοτελειακά στο ξέσπασμα κρίσης. Αλλά και αυτό εξηγείται κατά ένα τρόπο. Τα κριτήρια δημιουργίας της ενιαίας ζώνης το 1992 ήταν κυρίως χρηματοοικονομικά και όχι παραγωγικά. Απελευθέρωση αγορών κεφαλαίων και χρήματος, άρση εμποδίων στη κίνηση των βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων, δομημένα ομόλαγα, κλπ. Αυτό όμως θα μας απασχολήσει αναλυτικά σε κάποιο άλλο άρθρο.

Η Ελλάδα “διαπραγματεύεται” για πέντε σχεδόν μήνες αλλά η πραγματική διαπραγμάτευση όπως χαρακτηριστικά δήλωσε αμέριμνα προ δύο ημερών ο κος Τσίπρας, μόλις άρχισε.! Στο μεταξύ ολόκληρο αυτό το διάστημα η ελληνική οικονομία “μέτρησε” απώλειες έξι δις ευρώ από τους τζίρους των επιχειρήσεων. Αφήνουμε στην άκρη την απαξίωση των ελληνικών μετοχών, τη φυγή καταθέσεων, τη ψυχολογική ισοπέδωση των πολιτών, και τινα πλείστα άλλα. Για να αναπληρωθεί αυτό το κενό θα πρέπει όπως είναι λογικώς φυσικό να ληφθούν εισπρακτικά μέτρα τεραστίων διαστάσεων. Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις θα κληθούν να καταβάλλουν επιπλέον φόρους κάτι ασφαλώς που θα επιφέρει και νέο κύκλο εκκαθαρίσεων.

Αυτό με τη σειρά του θα μειώσει προσέτι το ΑΕΠ στο οποίο θα προσμετρηθεί αναλογικά περισσότερο δημόσιο χρέος.

Θα έλεγα πως οι διαδικασίες γενικά έχουν ξεφύγει από τα όρια του λογικού. Ήδη έχουμε εισέλθει στη σφαίρα της παράνοιας. Γιατί αν θεωρήσουμε πως τα επάρατα μνημόνια κατάφεραν μεγάλα πλήγματα στην ελληνική οικονομία οι εσωτερικές πολιτικές αδράνειας της παρούσας κυβέρνησης τα πολλαπλασίασαν.

Δυστυχώς έχουμε φτάσει σε ένα σημείο στο οποίο η συμφωνία που θα υπογραφεί από την κυβέρνηση θα έχει πια συμβολικό χαρακτήρα και όχι ουσιαστικό. Δεν μπορεί δηλαδή να συνιστά λύση, και πολύ περισσότερο μακροπρόθεσμου χαρακτήρα. Έστω όμως και έτσι γιατί και αυτό ακόμα θα θέτει ένα τέρμα στην πτώση και στην αβεβαιότητα της χώρας και θα επιτρέπει στην ελληνική κοινωνία να εισπνεύσει βαθιές ανάσες αέρα προκειμένου να διατηρηθεί στην επιφάνεια.

Με άλλα λόγια είτε έτσι είτε αλλιώς η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να ελπίζει ούτε στην συμφωνία ούτε στη μη συμφωνία και ούτε μπορεί να στηρίζει σ' αυτά τα γεγονότα την αναστροφή της πτώσης.

Την αναστροφή της πτώσης θα την επιτύχει η συνειδητοποίηση της ανάγκης για μεγάλες αλλαγές στις δομές και στις αρθρώσεις της οικονομίας, της πολιτικής και της πολιτιστικής σφαίρας. Θα πρέπει κατά κάποιο τρόπο να μετατραπεί από μία κλειστή, στα θεσμικά της μορφώματα, διάταξη, σε αποδοτικά ανοικτή αν θα ήθελε να εισπράξει τις οφέλειες που τις παρέχουν οι διεθνείς ευκαιρίες.

Έλεγχοι, περιορισμοί, κλειστοί επαγγελματικοί χώροι, συντεχνίες, καρτέλ συμφερόντων, κρατισμός, υπέρ συγκέντρωση πληθυσμού και πόρων στη πρωτεύουσα, χαμηλές εξειδικεύσεις, “διαρροή εγκεφάλων”, νεποτισμός, ευνοιοκρατία, λαϊκισμός και πελατοκρατεία, απότοκα όλα αυτά και πολλά άλλα του απώτερου ημιφερουδαρχικού παρελθόντος, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν μεθοδικά και οργανωμένα, σε μικρό σχετικά χρονικά διάστημα. Το πεδίο δράσης της κυβέρνησης είναι αχανές και προβλέπεται και επιτυχές αρκεί να κλείσει τα νώτας της με το ζήτημα του χρέους και τις σχέσεις της με τους εταίρους. 

Η προς υπογραφή συμφωνία θα δώσει μία μικρή παράταση για την αντιμετώπιση των μεγάλων εκκρεμοτήτων των δύο ή τιών επερχόμενων μηνών, και μετά θα βρισκόμαστε στο ίδιο ή και σε χειρότερο σημείο. Για αυτό ισχυρίζομαι πως η ελληνική κοινωνία μόνο με δικές της δυνάμεις μπορεί να αναβαθμισθεί και να εκσυγχρονισθεί και όχι με εξωτερικά στηρίγματα.

Αλλά δυστυχώς έχει μετακινηθεί αισθητά το κέντρο βάρους του έθνους, γεγονός που υπονομεύει τους αισιόδοξους. 

Θ/Κ