Χωρίς πρόγραμμα η Κυβέρνηση

Εκτύπωση

ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 

 

Αναζητούμε κατεύθυνση αλλά δεν έχουμε πυξίδα. Με αντικρουόμενα συναισθήματα δεν γίνεται πολιτική. Πολύ περισσότερο,  με αντικρουόμενες ιδέες δεν κυβερνιέται αυτή η χώρα.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αρχίζει να απογοητεύει οικτρά. Η παρέλευση δύο μηνών χωρίς να διαφανεί με σαφήνεια  ο προσανατολισμός της πολιτικής της αρχίζει να υπονομεύει τις αρχικές προσδοκίες. Ο λαός στο όνομα του οποίου διατείνεται ότι δρα αυτή η κυβέρνηση αγωνιά γιατί δεν θέλει να πιστέψει ότι αυτή δεν διαθέτει ούτε γενικό ούτε ειδικό πρόγραμμα και ότι αυτοσχεδιάζει. Ότι αυτοσχεδιάζει με τις τύχες του. 

Όσο προχωρά ο καιρός γίνεται σαφέστερο ότι το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι σε θέση να προσφέρει μία ενιαία κυβερνητική γραμμή ούτε και μία θεωρητική ανάλυση για την ελληνική πραγματικότητα. Αντίθετα και από τις δύο διαθέτει πολλές.  Ουσιαστικά φαίνεται ότι η χώρα κυβερνάται από πολιτικές ομάδες με συγκλίνουσες βέβαια ιδέες αλλά αποκλίνουσες πολιτικές.

Πρώτα απ’ όλα τίθεται το εξής ερώτημα: επιθυμεί η κυβέρνηση να διατηρήσει την Ελλάδα εντός ευρωζώνης ή δεν επιθυμεί. Η μισή κυβέρνηση φαίνεται πως δεν το επιθυμεί ενώ η άλλη μισή το επιθυμεί αλλά δεν ξέρει πώς να το αποφασίσει ώστε να μη την κατηγορήσουν για αθέτηση  προεκλογικών της υποσχέσεων. Γιατί έμαθε πλέον στο διάστημα αυτό ότι για να παραμείνει η Ελλάδα εντός ευρωζώνης θα πρέπει να εργαστεί με βάση τους κανόνες των ευρωπαϊκών οργάνων. Διαφορετικά θα βρεθεί αντιμέτωπη με εσωτερική κρίση παντελούς έλλειψης ρευστότητας με ό,τι αυτό  οδυνηρό συνεπάγεται.

Δεύτερον, διαθέτει η κυβέρνηση πολιτικό πρόγραμμα εκτεταμένο στο χρόνο, για τη διακυβέρνηση της χώρας κατά κλάδο, κατά περιφέρεια και κατά τομέα ή δεν διαθέτει και προχωρά με βάση την προσφιλή «στρατηγική» του  «βλέποντας και κάνοντας»; Η απειρία της σε ένα μέτρο είναι λογική και φυσική αλλά αυτό το φαινόμενο της αμαθούς πολιτικής πολυγλωσσίας που ζούμε όλοι αυτές τις ημέρες είναι κάτι το αδιανόητο. Φαίνεται πως οι κυβερνήτες υπουργοί μαθαίνουν πολιτική στη πλάτη της χώρας και μάλιστα στη περίοδο αυτή όπου μαίνεται η κρίση. Οι αντιφάσεις, οι αντινομίες, τα ποικίλα πολιτικά κέντρα, οι υποκειμενισμοί και οι βολονταρισμοί, υπουργών, βουλευτών, στελεχών και όποιων άλλων, δεν βλάπτουν μόνο τους δρώντες αλλά κυρίως και τη χώρα εν τω συνόλω.

Τρίτον, γνωρίζει η παρούσα κυβέρνηση ότι με το συναίσθημα, την επιθυμία και την ιδεολογία δεν αποφασίζουμε για εφαρμοστέα πολιτική αλλά για ίδρυση λέσχης προβληματισμού «για το μέλλον της αριστεράς»; Ένα πεδίο συνιστά η πραγματικότητα / αναγκαιότητα και ένα άλλο η ελεύθερη βούληση. Ένα πεδίο το αναγκαίο και ένα άλλο το επιθυμητό. Ένα ο ρεαλισμός και ένα άλλο ο ιδεαλισμός.

Τέταρτον, ξέρει η κυβέρνηση ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε διαδικασία προϊούσας αποσύνθεσης και απομονωτισμού με τα επί μέρους τμήματα της αντίπαλα και τους θεσμούς συνοχής σε ανυποληψία; Όχι μόνο έχει εξαλειφθεί η εμπιστοσύνη ανάμεσα στους πολίτες και στο κράτος αλλά και ανάμεσα στους ίδιους τους πολίτες που επιζητούν πλέον ατομικές λύσεις στα προβλήματα τους. Μήπως η κυβερνητική πολυμέρεια, η πολυγλωσσία και η αναποφασιστικότητα είναι παράγοντες που μπορούν να αποκαταστήσουν την κατεστραμμένη εμπιστοσύνη;

Πέμπτον, έχει η κυβέρνηση αναλύσει τον ιστορικό χρόνο και τον γεωπολιτικό χώρο, σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, ώστε να χαράξει έναν δρόμο πλοήγησης με σκοπό την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων ή ο αφελής βολονταρισμός της οδηγεί όλους μας σε πολιτικές και οικονομικές καταστάσεις από τις οποίες πιστέψαμε ότι έχουμε απαλλαγεί;  Η πρωταρχική επιδίωξη ανέφικτων σκοπών, όπως για παράδειγμα η αλλαγή σύνολης της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής δεν είναι μόνο συναισθηματική αλλά και κωμική.

Έκτον, αν θέλει η κυβέρνηση να μη σπαταλήσει το πολιτικό της κεφάλαιο στους επόμενους λίγους μήνες, θα πρέπει να αντιληφθεί ότι οι βαθμοί ελευθερίας που διαθέτει είναι μόνο δύο. Αριστερά και δεξιά, όπως το εκκρεμές. Για να τους αυξήσει θα πρέπει να κινηθεί γρήγορα αν όχι ακαριαία, κλείνοντας όλες τις χρηματοδοτικές της εκκρεμότητες και εισάγοντας ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα με βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δέσμες μέτρων που θα αντιμετωπίζει την ανεργία μέσω των επενδύσεων και θα αυξήσει το κατά κεφαλή προϊόν μέσω της αναδιανομής και της άρσης των αντικινήτρων. Αυτό είναι και το πεδίο στο οποίο θα κριθεί ιστορικά και όχι αν τα «τεχνικά κλιμάκια» συνεδριάζουν στα υπουργεία ή στα ξενοδοχεία.

Έβδομον, ξέρει η κυβέρνηση να εκπονεί αναπτυξιακά προγράμματα σε συνθήκες κρίσεων; Ξέρει να διαχωρίζει το στατικό από το δυναμικό πρόγραμμα, ξέρει να θέτει αρμούς θετικής αλληλεξάρτησης ανάμεσα στα περιφερειακά προγράμματα και ανάμεσα σ’ αυτά και στο εθνικό;  Ξέρει να διαχέει πόρους από περιφέρεια σε περιφέρεια και να αποκεντρώνει τους αναπτυξιακούς παράγοντες σε ολόκληρη την επικράτεια; Γνωρίζει η κυβέρνηση να αξιοποιεί και να αντλεί πόρους από τις διεθνείς αγορές για τη χρηματοδότηση έργων; Γνωρίζει να δημιουργεί τα υποκείμενα ανάπτυξης και τους πόλους πλοκής των οικονομικών αναπτυξιακών συγκροτημάτων; Ή θα διολισθήσει στην πεπατημένη πολιτική του παρελθόντος η οποία ταύτιζε την ανάπτυξη με την υπέρ κατανάλωση και την υπέρ χρέωση;

Όγδοο,  αντιλαμβάνεται η  κυβέρνηση ότι όσο περνάει ο καιρός τα οικονομικά προβλήματα συσσωρεύονται, η δυσπραγία μεγαλώνει και ότι η αναστροφή μετά από κάποιο σημείο δεν θα είναι εφικτή; Αυτό δεν σημαίνει ότι το θέμα αφορά μόνο στην νομισματική ρευστότητα αλλά και στον ίδιο τον παραγωγικό και κεφαλαιακό ιστό της χώρας. Όταν οι πραγματικές αγορές προϊόντων υπολειτουργούν τότε οι παραγωγικές μονάδες μειώνουν την παραγωγή, και κατά συνέπεια την απασχόληση και το εισόδημα με νέες χειρότερες επιπτώσεις στην λειτουργία των αγορών. Τελικά το κόστος αυτό, της εκμηδένισης δηλαδή των παραγωγικών εργαλείων, και της αναγκαίας αντικατάστασης τους, τείνει να καταστεί πολύ  μεγαλύτερο από το κόστος των μέτρων που επιζητούν οι πιστωτές για να κλείσει η αναμενόμενη συμφωνία.  

Ένατο, όσο και αν είναι λυπηρό, είναι ωστόσο αλήθεια, ότι η κυβέρνηση δεν διαθέτει το κατάλληλο και αναγκαίο επιστημονικό – πολιτικό προσωπικό στο κόμμα από το οποίο προέρχεται, για την εκπόνηση ενός σύγχρονου, μοντέρνου, προσαρμοσμένου και ελληνικού μοντέλου παραγωγικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης εντός συνθηκών ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ολοκλήρωσης. Ούτε κατά την περίοδο πριν τις εκλογές ούτε κατά την περίοδο μετά τις εκλογές η κυβέρνηση έχει εκφωνήσει κάποιο είδος συγκεκριμένου προγράμματος για την ανάπτυξη και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας δηλαδή για την αύξηση της απασχόλησης. Οι ευκαιριακές και πελατειακές προσλήψεις στο δημόσιο τομέα, αποδεικνύουν περίτρανα ότι η κυβερνητική πολιτική βαδίζει ανάποδα προς το πρέπον.

Δέκατο, η κυβέρνηση γνωρίζει καλά πως ο μισθός δεν είναι τίποτα άλλο από μία τιμή η οποία εκφράζει το κόστος συντήρησης και διαβίωσης αυτού που τον λαμβάνει. Αυτά τα δύο μεγέθη, μισθός – κόστος συντήρησης, πηγαίνουν μαζί σε συνθήκες ισορροπίας και προσδιορίζουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Όταν ένα από τα δύο διαχωριστεί τότε επηρεάζεται άμεσα το βιοτικό επίπεδο. Στην Ελλάδα κατά τη περίοδο της κρίσης το κόστος συντήρησης, δηλαδή οι τιμές των αναγκαίων προϊόντων, έχει μειωθεί κατά 6% ενώ οι μισθοί κατά 35%. Κατά συνέπεια το μέσο βιοτικό επίπεδο έχει μειωθεί κατά 30% περίπου ακολουθώντας την ραγδαία μείωση της αγοραστικής δύναμης των απολαβών. Το πιο λογικό για την κυβέρνηση δεν είναι η εμμονή στην αύξηση των κατώτερων μισθών αλλά η μείωση των τιμών των βασικών αγαθών έτσι ώστε να αυξηθεί η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Για μια κυβέρνηση της  αριστεράς εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η αύξηση του ονομαστικού μισθού αλλά η διάλυση των συνθηκών ολιγοπωλίων και καρτέλ που διατηρούν τις τιμές σε υψηλά επίπεδα αποκομίζοντας φυσικά και ανάλογα αφορολόγητα κατά μεγάλο μέρος, κέρδη.  Αν και το ζήτημα της μείωσης των τιμών είναι πολύ σύνθετο γιατί αντανακλά πολλούς παράγοντες όχι μόνο οικονομικούς αλλά και κοινωνικούς θεωρείται ωστόσο διαρθρωτική αλλαγή πολλαπλών θετικών συνεπειών. Αυτή η κυβέρνηση δεν οφείλει μόνο να το αντιμετωπίσει αλλά και να το επιλύσει μόνιμα και οριστικά αν θέλει να αποδείξει την ιδεολογική της ταυτότητα εν της πράγμασι.

Τα όσα προηγήθηκαν επιδιώκουν να περιγράψουν μία κοινωνική, οικονομική και πολιτική κατάσταση η οποία αν αναχθεί στο μέλλον, πολύ φοβούμαι ότι τείνει να γίνει χειρότερη από εκείνη που υπήρχε πριν τις εκλογές. Υπάρχουν ακόμα περιθώρια αντιστροφής αρκεί να επιδειχθεί πνεύμα πολιτικής αποφασιστικότητας από την κυβέρνηση και βούληση ενιαίας δράσης.