ΜΕΤΑΞΥ ΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΦΘΑΡΣΙΑΣ

Εκτύπωση

ΜΕΤΑΞΥ ΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΦΘΑΡΣΙΑΣ

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ

Οι Έλληνες νιώσαμε είναι αλήθεια ένα ρίγος εθνικής αξιοπρέπειας να μας διαπερνά μετά τις αρνήσεις της νέας κυβέρνησης να δεχθεί τα χονδροειδή τελεσίγραφα των ευρωπαίων εταίρων. Ήταν αυτό που επανέφερε την ορθολογικότητα στην θέση της γιατί ήδη είχαμε αρχίσει να πιστεύουμε πως η πραγματικότητα στην Ελλάδα της κρίσης, δεν προσέφερε εναλλακτικές εκδοχές, και πως κοινωνική πραγματικότητα ξαφνικά μετατράπηκε σε μονολιθική ολοκληρωτικότητα χωρίς διαφοροποιήσεις και ποικιλλία εκδοχών.

Η νέα κυβέρνηση της αριστεράς κατάφερε να επιστρέψει στον Έλληνα την απωλεσθείσα αξιοπρέπεια του και να προσφέρει απαντήσεις που τον απενοχοποιούν και ως άτομο και ως σύνολο, τουλάχιστον για τα διαπραχθέντα εγκλήματα ολίγων που επέφεραν την οικονομική κρίση. Επέτυχε να επαναφέρει στην συλλογική μνήμη, η νέα κυβέρνηση, την αυταπόδεικτη αλήθεια αιώνων, ότι υπάρχουν δηλαδή μεγαλύτερες αξίες στο κόσμο όπως εθνική αξιοπρέπεια, ελευθερία στις επιλογές, κοινωνική δικαιοσύνη, αλληλεγγύη των πολιτών, από τις αξίες που αντιπροσωπεύει και εξυπηρετεί η κατοχή χρήματος. Ένα συλογικό πρότυπο βίου εντός του οποίου αναπτύσσεται το άτομο ορθολογικά και το οποίο στρέφεται ενάντια στο νοσηρό ατομικισμό και στον παθολογικό εγωϊσμό που καταστρέφει το συλλογικό. Προβάλλει δηλαδή τον προσδιορισμό του συλλογικού υποκειμένου έναντι του προσδιορισμού του ατομικού υποκειμένου. Συγκρούεται ουσιαστικά με την πεμτουσία του νεοφιλοελευθερισμού και αυτού που κάποτε διατυπώθηκε από την κυρία Θάτσερ ως διαρκές αξίωμα: «όσο και αν προσπαθώ δεν βλέπω γύρω μου καμμία κοινωνία παρά μόνο ανθρώπους».

Άρα το πρώτο είδος αντιπαράθεσης που δίνει η νέα κυβέρνηση είναι το ιδεολογικό. Απέναντι της βρίσκονται όλοι οι άλλοι οι οποίοι είναι δεξιών πεποιθήσεων έστω και αν οι σοσιαλδημοκράτες της Γερμανίας συνασπίσθηκαν με την δεξιά των χριστιανοδημοκρατών της κας Μέρκελ. Έστω και αν οι σοσιαλιστές του Ολάντ κρύφτηκαν πίσω από την κουρτίνα της γερμανικής κυβέρνησης ή ο Ρέντσι γύρισε την πλάτη στις κομματικές του αρχές. Φυσικά δεν κάνω λόγο για τον ποιον ευνοούν οι συσχετισμοί.

Ας δούμε τώρα ποιο είναι το δεύτερο είδος της αντιπαράθεσης. Η νέα κυβέρνηση θεωρεί πως το πρόγραμμα που εφάρμοσε η Ε. Ένωση έναντι της Έλλάδας τα πέντε τελευταία χρόνια για να αντιμετωπίσει την κρίση όχι μόνο δεν απέδωσε καρπούς αλλά απεναντίας εξουθένωσε και αποδόμησε μία ολόκληρη κοινωνία. Κατέστρεψε τις παραγωγικές δομές, έστω και αυτές τις αβαθείς που υπήρχαν, επέφερε βαθιά ανθωπιστική κρίση, αποσάρθρωσε την αγορά εργασίας, κατέστρεψε τον κοινωνικό ιστό. Παρόμοια εμπειρία βίωσε η Δύση κατά τη διάρκεια της Μεγάλης κρίσης του 1929-1932 και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η Γερμανία. Οι ευρωπαίοι εταίροι αντιτείνουν ότι το πρόγραμμα που εφαρμόσθηκε δεν ήταν λάθος και ότι η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης αν συνεχιζόταν όπως είχε σχεδιασθεί θα είχε θετικά αποτελέσματα. Θιασώτης αυτής της πολιτικής είναι ο κος Σόϊμπλε ο οποίος διατείνεται ότι απόδειξη της ορθότητας της πολιτικής αυτής είναι ότι αυξήθηκαν οι εξαγωγές και το ΑΕΠ. Αυτό όμως δεν είναι σωστό και αποδεικνύει ότι ο ίδιος δεν διαθέτει επιστημονική επάρκεια ούτε και τη γνώση της ελληνικής οικονομίας. Διότι οι πρόσκαιρα αυξημένες εξαγωγές οφείλονταν στον μεγάλο αποπληθωρισμό και όχι στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας και ότι η αύξηση του ΑΕΠ για κάποιο εξάμηνο ήταν τεχνικό αποτέλεσμα και όχι σημείο απόδειξης της εξόδου από την κρίση. Όπως επίσης τεχνικά αποτελέσματα ήταν και η μείωση της ανεργίας (!) που επικαλέστηκε ή το επιτευχθέν πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα.

Η ελληνική κυβέρνηση θέτει ως πρωταρχικό της μέλλημα να αλλάξει το συνολικό πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση της κρίσης ενώ οι δανειστές ζητούν να συνεχιστεί το προηγούμενο κατά γράμμα και κατά γραμμή, να μετράται συνεχώς και να αξιολογείται συνεχώς. Η ιδέα που κρύβεται πίσω από αυτήν την εμμονή είναι ότι κάθε κρίση έχει θύματα και έχει επίσης την δυνατότητα να εκαθαρίζει τις αγορές από τους αδύνατους και τους κοστοβόρους καθιστώντας τες πιο ισχυρές. Για να γίνει το σώμα πιο ισχυρό θα πρέπει να αποκοπούν τα καρκινογόνα μέλη. Πάντα οι νεοφιλελεύθεροι είχαν την ικανότητα να μπερδεύουν την επιχείρηση με την κοινωνία.

Το πολιτικό πρόγραμμα που προτείνει η Κυβέρνηση απαιτεί να τεθεί τέλος στην πολιτική της λιτότητας και μέσω αυτής της ύφεσης. Θέλει και επιδιώκει μία αναπτυξιακή πολιτική η οποία θα αναστρέψει την περεταίρω μείωση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων αλλά δεν διαθέτει, καθώς φαίνεται, τα μέσα.

Ένα τρίτο είδος αντιπαράθεσης είναι το διαδικαστικό πρότυπο που αφορά στις διαβουλεύσεις. Πως θα προχωρήσουν οι συνομιλίες με τους πιστωτές όταν οι διαφωνίες είναι καταστατικές δηλαδή αφορούν τις εφαρμογές διαφορετικών πολιτικών. Η νέα κυβέρνηση και πολύ σωστά απαιτεί οι διαβουλεύσεις να γίνονται κατά επίπεδα. Οι τεχνοκράτες με τους ομοίους τους και οι εκλεγμένοι πολιτικοί με τους πολιτικούς. Ο,τιδήποτε άλλο μεσολαβεί θεωρείατι αποβλητέο. Αυτό, το διαδικαστικό, όσο και αν ερμηνεύεται ως γεγονός μικρής σημασίας σε σχέση με την ουσία των συζητήσεων πάνω στις πολιτικές, έχει βαρύνοντα λόγο γιατί όπως θα υποστήριζε και ο Νίκλας Νουμάν, η νομιμοποίηση προέρχεται μέσω της διαδικασίας. Αυτή η τελευταία μπορεί να σηματοδοτήσει προθέσεις, κρυμένα νοήματα, συσχετισμούς και τελικά τις ίδιες τις ουσίες. Άρα σωστά η κυβέρνηση έδωσε ένα ειδικό βάρος στους τρόπους που θα υιθετηθούν από τα μέρη για την επίτευξη συμφωνίας ή όχι, κάτι φυσικά που είναι αδύνατο να κατανοήσει η δεξιά αντιπολίτευση.

Μέχρι εδώ σκιαγράφησα αδρά την υπάρχουσα εικόνα. Αλλά είναι ακριβώς η εικόνα και όχι η ίδια η πραγματικότητα. Απλώς η πραγματικότητα προβάλλει μία από τις πολλές εικόνες που έχει διαθέσιμες. Μάλιστα αυτή που φαίνεται μπορεί να αλλοιώσει και την ίδια. Εξηγούμαι αμέσως. Τα τρία είδη της αντιπαράθεσης, δηλαδή το ιδεολογικό, το πολιτικό και το διαδικαστικό που εξελίσσονται με βάση το οικονομικό, δεν είναι τίποτα άλλο παρά “ενδύματα καλύπτρες” αμοιβαίων διαρθρωτικών αδυναμιών και για τα δύο μέρη. Θα πρόσθετα δε ότι οι αδυναμίες της άλλης πλευράς, δηλαδή των εταίρων, είναι πολύ μεγαλύτερες από τις αδυναμίες της ελληνικής. Οι λόγοι που στηρίζουν αυτή τη διαπίστωση είναι πολλοί και καταμερίζονται στις κατηγορίες της παγκόσμιας οικονομικής σταθερότητας, της γεωπολιτικής ισορροπίας των μεγάλων δυνάμεων, της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και των ηθικών κανόνων ακόμα.

Δηλαδή το ποντίκι που βρυχάται λεονταρίσια δεν είναι η Ελλάδα αλλά οι εταίροι μας. Γιατί; Ας δούμε τις ισορροπίες στην διεθνή οικονομία και τις συνέπειες μιας ασύμετρης διαταραχής στην ευρωζώνη. Τι θα επέφερε μία έξοδος της Ελλάδας από την νομισματική ζώνη στις παρούσες συνθήκες της ευρωπαϊκής κρίσης και της διεθνούς μεταβλητότητας;

Πρώτον, θα επέφερε συναλλαγματικές κατολισθήσεις. Η αξία του ευρώ υποτιμάται κάτω από την ισοδυναμία του με το δολάριο άγνωστο σε ποιο βαθμό. Αυτό αμέσως αμέσως θα προκαλούσε απώλεια τεράστιων αξιών σε ενεργητικά στοιχεία των μεγάλων δυνάμεων που έχουν σε μεγάλο βαθμό διακρατήσει τα συναλλαγματικά τους αποθέματα και κατά μεγάλα ποσοστά σε ευρώ. Όπως η Κίνα, κατά 40%, η Ρωσία, κατά 35%, οι ΗΠΑ κατά 15%, η Βραζηλία, κατά 25%, η Ελβετία, η Ιαπωνία, οι χώρες του ΟΠΕΚ, κλπ. Μία τέτοια εξέλιξη ακαριαίου χτυπήματος και μάλιστα εντός διαστήματος μίας ημέρας ή νύχτας είναι αδύνατον να την ανέχονταν οι μείζονες δυνάμεις.

Δεύτερον, το δολάριο θα ανατιμηθεί κατά συνέπεια σε ανάλογο ποσοστό της πτώσης της αξίας του ευρώ. Αυτό όπως γνωρίζουμε θα πλήξει την αμερικανική οικονομία η οποία μόλις τώρα αποπειράται να εξέλθει από την κρίση μειώνοντας τις εξαγωγές, την απασχόληση και το προϊόν.

Τρίτον, οι χώρες - λήπτες δανείων σε δολάρια θα δουν το χρέος τους να αυξάνεται κατακόρυφα εντός ολίγων λεπτών. Το πρόσφατο παράδειγμα του ελβετικού φράγκου φωτίζει τη πραγματικότητα.

Τέταρτον, η μαζική φυγή κεφαλαίων από τις ευρωπαϊκές αγορές δεν είναι βέβαιο ότι θα αντισταθμισθεί από την αύξηση των εξαγωγών η οποία θα ωφελήσει μερικώς και κατά βάση τη Γερμανία, γιατί θα μειωθεί η χρηματιστηριακή αξία των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και κατά συνέπεια η δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων. Δελεαστική νομισματική πολιτική αντιστάθμισης θα είναι τότε η πολιτική αύξησης των επιτοκίων η οποία όμως πλήττει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη και συγκρούεται με την υφιστάμενη πολιτική του Ντράγκι.

Πέμπτον, η ανατίμηση του δολαρίου θα μειώσει τις διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων γεγονός που πιθανόν να πλήξει τις οικονομίες των ανπτυσσομένων χωρών και την ικανότητα απορρόφησης βιομηχανικών δυτικών προϊόντων.

Έκτον, η μείωση του ευρώ θα αυξήσει την αξία του κινεζικού γουάν λόγω του υψηλού εμπορικού πλεονάσματος με αρνητικές συνέπειες στις ασιατικές οικονομίες μη εξαιρουμένης και εκείνης της Αυστραλίας.

Έβδομον, οι ασύμμετρες οικονομικές διαταραχές που θα προκληθούν είναι βέβαιο ότι θα πυροδοτήσουν και πολιτικές αναταραχές οι οποίες θα μεγιστοποιήσουν τις ήδη υπάρχουσες πολιτικές διενέξεις των κρατών μελών της Ε. Ένωσης. Η ανικανότητα συνεννόησης των ηγεσιών θα ενεργοποίηση τα κύματα των ευρωσκεπτικιστών που είναι ήδη σε ανοδική τροχιά.

Όγδοον, αν η Ελλάδα εξέλθει από την ευρωζώνη είναι βέβαιο πως θα μεταβάλλει και τους γεωπολιτικούς της προσανατολισμούς για αντικειμενικούς λόγους και για λόγους κάλυψης των άμεσων ζωτικών της αναγκών. Αυτό με τη σειρά του θα προκαλέσει τροποποιήσεις στις γεωπολιτικές ισορροπίες των διεθνών σχέσεων των κρατών. Αν λάβουμε δε υπόψη μας ότι η κατάσταση στην περιοχή της Ευρασίας είναι χειρότερη από ποτέ τότε κάτι τέτοιο θα έθετε σε δοκιμασία παγιωμένες και δεσπόζουσες κυριαρχίες.

Ένατον, όλες οι μεγάλες χώρες του πλανήτη για να αντιμετωπίσουν την πρόσφατη κρίση εφάρμοσαν πολιτική “νομισματικής χαλάρωσης” και επενδυτικής ενδυνάμωσης. Οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ιαπωνία μέσω αυτής της στρατηγικής είδαν κιόλας να αυξάνεται το προϊόν τους καθώς και η απασχόληση. Όλοι εκτός από την Ε. Ένωση η οποία ανακυκλώνεται στις εμμονές της γερμανικής δεξιάς και κατατρύχεται από τα θατσερικά φαντάσματα του παρελθόντος. Μόλις πρόσφατα και εν μέσω μεγάλων εμποδίων άρχισε να υλοποιείται ένα πρόγραμμα μετριασμένης και προσεγμένης χαλάρωσης αλλά δυστυχώς με προδιαγεγραμένη αποτυχία. Γιατί όσο και αν η νομισματικη πολιτική αυξάνει την ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος η εφαρμοζόμενη συσταλτική δημοσιονομική πολιτική μηδενίζει τις πιθανές θετικές συνέπειες. Όλοι με πτωτεργάτες τους αμερικανούς πιέζουν τη γερμανική κυβέρνηση να ακυρώσει την πολιτική αυτή και να ευθυγραμμιστεί μαζί τους προκειμένου ο πλανήτης να καταφέρει να μειώσει τις γεωπολιτικές, εθνοτικές και θρησκευτικές καταστροφικές εντάσεις. Αν οι γερμανοί δεν το πράξουν είναι βέβαιο ότι θα απομονωθούν για άλλη μία φορά, την τρίτη στην πρόσφατη ιστορία. Κάτι που δεν νομίζω ότι μπορούν ν' αντέξουν.

Δέκατον, οι ασύμμετρες διαταραχές που θα προκληθούν στη παγκόσμια οικονομία είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερες από τα λίγα δισεκατομμύρια ευρώ που απαιτεί η επίλυση του ελληνικού προβλήματος. Το μικρό μέγεθος σε ένα παγκόσμιο αλληλεξαρτώμενο σύστημα είναι δυνατόν να επιφέρει τεράστιες ζημιές σε πολύ μεγάλα μεγέθη. Όπως έχει θεωρηθεί από τη φυσική του χάους, και έχει προσαρμοστεί από τους νέους οικονομολόγους, η απόσυρση των καταθέσεων μιας μικροσυνταξιούχου από την Ταϋλάνδη είναι σε θέση να προκαλέσει συνολική κατάρρευση στην Γουώλ Στρήτ.

Όλα αυτά είναι βέβαιο ότι τα γνωρίζουν και στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο. Δεν ξέρω αν οι διαστάσεις αυτές είναι γνωστές στην Αθήνα, όχι μόνο στις παραπάνω λίγες ενδεικτικές εκφάνσεις που περιέγραψα αλλά σε πολύ περισσότερες. Αλλά πάλι σκέφτομαι πως αν είναι γνωστές σε όλο το πλάτος και το βάθος τους τότε γιατί η ελληνική κυβέρνηση υποχώρησε στις απαιτήσεις των εταίρων τόσο γρήγορα και τόσο εύκολα. Μπορεί να μου απαντήσεις αγαπητέ αναγνώστη ότι ο λόγος είναι αυτός τη μη διάθεσης της αναγκαίας ρευστότητας για τις εσωτερικές και εξωτερικές πληρωμές.

Η στρατηγική στις διαπραγματεύσεις από την αρχή θα έπρεπε να ήταν λίγο διαφορετική ώστε να μη φτάσουμε στο σημερινό σημείο. Μετά το πρώτο ρήγμα μεταξύ των διαπραγματευόμενων στο πρώτο ευρογκρούπ, η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να αποχωρήσει ανακοινώνοντας ότι σταματά για έξι μήνες τις διαπραγματεύσεις και ότι θα φροντίσει για την αντιμετώπιση της κρίσης με ίδια μέσα και με ειδικές πρόνοιες για την ανακούφιση των περισσότερο πληγέντων πολιτών. Οι πληρωμές των τόκων θα μπορούσαν να είχαν ανασταλεί για μικρό χρονικό διάστημα. Ας πούμε για έξι μήνες. Αυτό θα έκανε τους πιστωτές να αναλάβουν τις ευθύνες τους η κυριότερη των οποίων υπενθυμίζω ότι είναι η διατήρηση της ακεραιότητας της ευρωζώνης και της σταθερότητας των τιμών αποτρέποντας το επερχόμενο πιστωτικό γεγονός. Στην περίπτωση αυτή οι ρόλοι μάλλον θα ήταν αναστραμένοι και αντί να ζητά ο κος Τσίπρας εσπευσμένως σύγκλιση των έξι ή των οκτώ θα επιζητούσαν αυτοί σύγκλιση του Συμβουλίου Κορυφής για να αντιμετωπίσουν τη διεθνοποίηση πλέον της κρίσης και όχι την επίλυση του ελληνικού προβλήματος.

Και στο ηθικό επίπεδο, αν υπάρχει τέτοιο στις σχέσεις των κρατών, η Ελλάδα είναι προστατευμένη έναντι των εταίρων, γιατί η κακή διαχείριση των δημοσιονομικών της την τελευταία δεκαετία μοιάζει πταίσμα μπροστά στην ανεύθυνη και σκόπιμη αρχιτεκτονική δημιουργίας της ευρωζώνης και μπροστά στην πρόταξη ενός προγράμματος ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας που τελικά διέλυσε και τους τελευταίους αρμούς της κοινωνίας και οικονομίας και διέσωσε τις ιδιωτικές ελληνικές και ξένες τράπεζες, όσες απ' αυτές απειλούνταν, με πόρους των φορολογουμένων.

Για όλους αυτούς τους λόγους μπορούμε να εξάγουμε συμπεράσματα. Οι ηγέτες της Ε. Ένωσης δεν θα ήθελαν ούτε θα μπορούσαν ποτέ να αντιταχθούν στις μεγάλες διεθνείς δυνάμεις εξωθώντας την Ελλάδα στην έξοδο από την ευρωζώνη. Αντιθέτως είναι δικαιολογημένη μία αναμονή για αλλαγή της αρχιτεκτονικής της ενιαίας νομισματικής ζώνης ώστε να πλησιάζει στα πρότυπα της άριστης οικονομικής και νομισματικής περιοχής. Αναμενόμενη και δικαιολογημένη θεωρείται επίσης και μία υποχώρηση και αλλαγή της γελοίας ανθελληνικής ρητορικής από ορισμένα κέντρα της Ένωσης όσο πλησιάζουμε προς την ημέρα της τελικής συμφωνίας.

Η ελληνική πλευρά εφόσον πέτυχε την αναγνώριση της ύπαρξης ανθρωπιστικής κρίσης και τη χρηματοδότηση της, θα πρέπει τώρα να προβεί σε διαρθρωτικές αλλαγές όχι μόνο στο επίπεδο της ψήφισης νόμων αλλά και στην απαρέγκλητη εφαρμογή των. Φυσικά δεν συζητάω για εισαγωγή οριακών μεταρρυθμίσεων αλλά για βαθείς κοινωνικούς μετασχηματισμούς αναδιανομής και αξιοποίησης πόρων και συμφερόντων. Ορισμένοι απ' αυτους υπάρχουν και στις ήδη υπάρχουσες συμφωνίες με τους εταίρους αλλά φυσικά είναι φτωχότατες. Για παράδειγμα η μονοπωλοιοποίηση και ολιγοπολοιωποίηση της ελληνικής οικονομίας, ο υπερσυγκεντρισμός στο Αττικό κέντρο των παραγωγικών συντελεστών, η θεσμισμένη διαφθορά, το φαινόμενο της πελατοκρατείας, κλπ, είναι οι μεγάλες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας οι οποίες θα πρέπει να θεραπευτούν το γρηγορότερο δυνατό αν θα ήθελε κανείς στα σοβαρά να αντιμετωπίσει το “ελληνικό ζήτημα”.

Η πραγματικότητα συνεπώς φαίνεται πολύ πιο σύνθετη από την απλοποιημένη εικόνα μιας διαμάχης συνεταίρων που της αποδίδεται.

Τα πολιτικά κέντρα της Ε. Ένωσης έχουν πλήρη συναίσθηση της ευθύνης τους απέναντι στις διενθείς μείζονες δυνάμειςαναφορικά με την διατήρηση της ισορροπίας της διεθνούς οικονομίας και γι' αυτό θα πράξουν ό,τι χρειαστεί για την απομάκρυνση κάθε κινδύνου ενώ η Ελληνική κυβέρνηση πέραν του αντιμετωπίσιμου προβλήματος της ρευστότητας έχει καθήκον να προχωρήσει σε τέτοιους κοινωνικούς μετασχηματισμούς που θα απομακρύνουν οριστικά την επιστροφή των παρασιτικών “αναπτυξιακών” προτύπων που καθιέρωσαν οι αναξιόπιστες πολιτικές ελίτ του παρελθόντος.

Κουρματζής Θανάσης

Οικονομολόγος / Στατιστικός/ Συγγραφέας