Εκτύπωση

                           Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Οι επιλογές του ελληνικού λαού ήταν απόλυτα σαφείς και αναμενόμενες. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κίνημα της ευρωπαϊκής αριστεράς κατήγαγε αναμφισβήτητη νίκη αλλά όχι αυτοδυναμία.

Δεν θα εξετάσουμε εδώ τον τρόπο που σχηματίστηκε η νέα κυβέρνηση ούτε τις αναγκαιότητες που επέβαλλαν την συγκεκριμένη δικομματική συνεργασία. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς αμφιβολία η κυβέρνηση του είναι ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει ο χώρος αυτός. Άνθρωποι έξω από το σύστημα της πολιτικής ακινησίας, με συγκρότηση ευθύνης και συγκρότηση ιδεών. Ωστόσο χωρίς εμπειρία διακυβέρνησης και ίσως χωρίς πλήρη αντικειμενική γνώση των ευρωπαϊκών και διεθνών ισορροπιών. Αντικειμενική γνώση με την έννοια της απώθησης της υποκειμενικής ερμηνείας των πραγμάτων και της ιδεολογικής φορτήσεως.

Η κυβέρνηση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από θεσμική άποψη από ό,τι είναι το κόμμα. Τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι. Δυστυχώς όμως όπως απέδειξε η εμπειρία του ΠΑΣΟΚ, τα δύο αυτά θεσμικά υποκείμενα ταυτίστηκαν πλήρως ή μάλλον το κρατικό σύστημα απορρόφησε το κομματικό. Το κόμμα οφείλει να ενσωματώνει τα ιδεολογικά στοιχεία στη δράση του ενώ η κυβέρνηση αποκλειστικά τα πολιτικά δηλαδή τις αρχές του κριτικού ρεαλισμού.


Έχοντας αυτό κατά νου ο ΣΥΡΙΖΑ, οφείλει να διανοίξει ένα χώρο εντός του οποίου θα οριστούν με σαφήνεια οι δράσεις του κόμματος και οι δράσεις της κυβέρνησης. Και αυτό γιατί επιπροσθέτως το κόμμα δρα με γνώμονα το μακροπρόθεσμο και οραματικό ενώ η κυβέρνηση το άμεσο και βραχυπρόθεσμο δηλαδή το πολιτικό.

Η σύνθεση της κυβέρνησης είναι άξια προσοχής. Μέλη της εξωτραφούς ιντελιγκέντσιας τα περισσότερα, δυτικότροπης κυρίως πολιτικής κουλτούρας, αρκετά μέλη με περατή κομματική νοοτροπία και κανένας εργάτης υπουργός ή έστω εργαζόμενος με την ευρεία έννοια αναπληρωτής υπουργός. Η απουσία εκπροσώπου των εργατών ή των αγροτών από την κυβερνητική σύνθεση είνα εξ' ορισμού ένα από τα μειονεκτήματα της.

Οι περισσότεροι υπουργοί δεν είναι μόνο επιστήμονες τεχνοκράτες αλλά επιστήμονες διαννοούμενοι. Αυτό αν και γράφεται αθώα υποκρύπτει πολλά νοήματα. Ο διαννοούμενος στην Ελλάδα και δη στην αριστερά θεωρεί τον εαυτό του θεματοφύλακα της απόλυτης γνώσης. Γι αυτό που συμβαίνει, γι' αυτό που θα συμβεί και για τον τρόπο που θα το αντιμετωπίσει. Έχει ελάχιστα εφόδια συνεργασίας και συλλογικού πνεύματος. Και πολύ περισσότερο επιτυγχάνει μικρή αποτελεσματικότητα στην πολιτική του πράξη. Συνήθως είναι εγκλωβισμένος στις αντιφάσεις της καθαρής νόησης και προσπαθεί να προσαρμόσει την πραγματικότητα στις θεωρητικές κατηγορίες που κατέχει. Αν αυτό δεν γίνεται κατορθωτό αν δηλαδή “τρώει” συνεχώς διαψεύσεις τότε μέμφεται την πραγματικότητα και όχι τις θεωρητικές του κατηγορίες.

Ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας ευτυχώς δεν είναι διαννοούμενος μ' αυτή τήν έννοια. Καθώς φαίνεται είναι ένας πολιτικός ακτιβιτής και μάλιστα με σημαντική αποδοτικότητα. Νέος, οραματιστής και απαλλαγμένος από τα ιδεολογικά βάρη που “σέρνει” από το παρελθόν η αριστερά. Υπάρχει όμως ένας σημαντικός κίνδυνος. Να εμπλακεί ή να τον εμπλέξουν, στις θεωρητικές αμψιμαχίες των διαννοουμένων υπουργών του. Και όταν μάλιστα αυτές αφορούν σε οικονομικά και κοινωνιολογικά θέματα τότε μετατρέπονται σε θανάσιμες μάχες.

Από τον τρόπο που θα “πλοηγηθεί” μεταξύ των ιδεολογικών προσχωμάτων του κόμματος και κυρίως της κυβέρνησης του θα αποδείξει αν διακατέχεται από την ύλη του ισχυρού ηγέτη ή όχι. Ωστόσο ήδη έχει φανεί πως γνωρίζει καλά ότι οι αποφάσεις του έχουν αναδιανεμητικές συνέπειες ζημιών και ωφελειών.

Ένας άλλος κίνδυνος που καραδοκεί σε κάθε σημείο του δρόμου είναι ο τρόπος, το ύφος και ο χρόνος που θα επιλέξει να αναμετρηθεί με τους ευρωπαίους του διευθυντηρίου. Δεν χρειάζεται να βιαστεί ούτε να εκ-βιαστεί. Χρειάζεται αντίθετα να διαγνώσει τις συνθήκες, το περιβάλλον με τα ειδικά χαρακτηριστικά του, εντός του οποίου θα επιχειρήσει ουσιαστικό επανακαθορισμό της ελληνικής θέσης. Η διαπραγμάτευση με την κοινώς αποδεκτή αντίληψη στις Βρυξέλλες θα είνα ασφαλώς όχι μόνο πολιτική αλλά και θεωρητικοιδεολογική. Οι μεν θα επιμένουν ότι η φόρμουλα που σχεδιάστηκε ήταν σωστή και αναγκαία γιατί αυτό δείχνουν τα θετικά αποτελέσματα στην Πορτογαλία και Ιρλανδία αλλά στην Ελλάδα δεν εφαρμόσθηκε παρά ελάχιστα, ενώ η ελληνική πλευρά θα αντιτείνει ότι ήταν παταγωδώς λανθασμένη η θεραπευτιή συνταγή γιατί οδήγησε σε αποσάρθρωση των οικονομικών και κοινωνικών δομών των χωρών που την εφάρμοσαν και ειδικά στην Ελλάδα. Το λάθος θα είναι να περιπέσει η ελληνική κυβέρνηση στη παγίδα της φαινομενικής διαφοράς “ανάπτυξη – λιτότητα”.

Για να αντιμετωπίσει κανείς μία κρίση τόσο βαθιά όσο η ελληνική θα πρέπει να μπει σε μία προσχεδιασμένη διαδικασία. Η διαδικασία αυτή εξελίσσεται μέσω σταδίων. Το κάθε στάδιο περιέχει σκοπούς / στόχους, εργαλεία και μέσα για την επίτευξη τους και ασφαλώς μεθοδολογία. Κάθε στάδιο είνα το αποτέλεσμα του προηγούμενου και η προϋπόθεση του επόμενου. Για να δοθεί όμως το λάκτισμα έναρξης της διαδικασίας δέον να έχει διαγνωσθεί σε κάθε λεπτομέρεια της ο χαρακτήρας της κρίσης και οι αιτίες που την δημιούργησαν. Η επιλογή στρατηγικής θα πρέπει να είναι απαλλαγμένη από υποτιμήσεις και υπερτιμήσεις, εαυτού και “αντιπάλου”.

Αν όλα αυτά υπάρχουν τότε η νέα κυβέρνηση δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Δεδομένου ότι οι καταστάσεις που καλείται να αντιμετωπίσει είναι σύνθετες και διαρθρωτικά πολυπεπλεγμένες, δεν θα πρέπει η κυβέρνηση να διαστάσει να απαιτήσει κατάλληλο χρόνο. Ασφαλώς και δεν είναι η ίδια η εικόνα που βλέπει η αντιπολίτευση από την εικόνα που δημιουργεί η κυβέρνηση. Η εξασφάλιση πίστωσης χρόνου ίσως μειώσει λίγο την ταχύτητα δράσεων προς το εξωτερικό αλλά αυτό θα αντισταθμισθεί από την ευνοϊκή ωρίμανση των συνθηκών. Η Ευρώπη βρίσκεται σε πορεία αλλαγών ή έστω οριακών μεταβολών. Σε κάθε περίπτωση αυτό φαίνεται ότι θα ωφελήσει την Ελλάδα με την προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά της δεν θα χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν ασύμετρες διαταραχές στις σχέσεις.

Ένας ακόμα κίνδυνος που ελοχεύει είναι να αποκαλυφθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν διαθέτει σοβαρό σχέδιο αναδιαρθρώσεων και ότι δεν διαφέρει ουσιαστικά από την προηγούμενη. Ο κίνδυνος αυτός δύναται να εξαλειφθεί αν η κυβέρνηση φανεί εργατική, πρωτοπόρα και καινοτομική. Αυτό επιτυγχάνεται μόνο αν σχεδιάσει και καταθέσει στην Επιτροπή (13) δεκατρία αναπτυξιακά σχέδια όσες δηλαδή και οι περιφέρειες στην Ελλάδα. Κάθε περιφέρεια συνιστά μία σχετικώς ανεξάρτηση οικονομική και πολιτική μονάδα με το δικό της αναπτυξιακό πόλο, σύμφωνα με τα συγκριτικά και αναπτυξιακά πλεονεκτήματα της, το δικό της γενικό φορολογικό σύστημα και την δική της πολιτική ηγεσία. Έτσι δεν επιτυγχάνεται μόνο η περιφερειακή ανάπτυξη αλλά σπάει και ο πολιτικός υπερσυγκεντρωτισμός της διαπλοκής δεκαετιών. Η δημόσια διοίκηση αποκεντρώνεται, όπως συμβαίνει σε κάθε προηγμένη χώρα της Ευρώπης και η διοικητική πυραμίδα τοποθετείται εντός του περιφερειακού χώρου που διευθύνει. Τα υπουργεία στις περιφέρειες, οι οργανισμοί στην ύπαιθρο και η κατανομή του επιστημονικού δυναμικού εξορθολογίζεται. Αποσυμφορείται η Αττική και μειώνεται το κόστος συναλλαγών επιφέροντας ανάπτυξη ενώ ενισχύεται η Περιφέρεια και δημιουργούνται αγορές διαπεριφερειακού εμπορίου.

Η ανάπτυξη των περιφερειών συνιστά μία στρατηγική η οποία δεν εγγυάται μόνο την έξοδο της χώρας από την κρίση αλλά επιτυγχάνει και μόνιμη αναδιάρθρωση διαρκούς ανάπτυξης. Άλλωστε οι ριζικές αιτίες κάθε κρίσης στην Ελλάδα εδράζουν στον τρόπο με τον οποίο είναι κατανεμημένοι οι ανθρώπινοι και κεφαλαιακοί πόροι.

Η σύνδεση του προγράμματος αυτού με το υπάρχονν αντίστοιχο ευρωπαϊκό και η ενδελεχής κοστολόγηση του από σχετικούς πόρους δεν είναι δυνατό και σε καμμία περίπτωση να απορριφθεί από την Επιτροπή. Εντάσσεται μέσα στην νομιμότητα της και είναι αδιανόητο αυτή να παρανομήσει.

Η στρατηγική της ανάπτυξης δεν είναι γενική και απροσδιόριστη, ούτε και αφήνεται στις αιτιώδεις σχέσεις των δυνάμεων της αγοράς. Χρειάζεται σχεδιασμό και αναδιαρθρώσεις σε κάθε τομέα της οικονομίας, της διοίκησης και της κοινωνίας. Αν έτσι σκεφθεί και πολύ περισσότερο αν έτσι δράσει η νέα κυβέρνηση, η χώρα θα γνωρίσει επιτέλους μία νέα περίοδο ιστορικής εξέλιξης και οι Έλληνες θα εισέλθουν σε φάση διαρκούς προόδου.

Η Ελλάδα των περιφερειών θα συμβαδίζει με την Ευρώπη των περιφερειών. Φυσικά δεν υπάρχει η αναγκαία κουλτούρα εδώ για την κατάτμηση του πολιτικού συγκεντρωτισμού που κατ' εξοχήν συναντάται στο γραφειοκρατικό κράτος αλλά είναι καιρός η Ελλάδα να μετασχηματίσει τις δομές της πολιτικής εξουσίας εγκαθιστώντας ταυτόχρονα την ανοικτή μη φοβική κοινωνία των ανοικτών εισροών και εκροών και της θέσμισης της κοινωνίας των πολιτών.