Η βαριά ελαφρότητα των εκλογών

Εκτύπωση

Η βαριά ελαφρότητα των εκλογών

Ωραία! "Ήρθε η ώρα του λαού"! "Και τώρα θα μιλήσει ο λαός". "Ο λόγος στους πολίτες, η εξουσία στο λαό"! Καθιερωμένες διαπιστώσεις την ώρα των εκλογών. Δεν αντιλέγουμε.

Ο λαός θα αποφασίσει για τον κυβερνήτη του και το πρόγραμμα που του προσφέρει. Αρκεί αυτό (το πρόγραμμα) να είναι συμβατό με την πραγματικότητα και να υποδεικνύει λύσεις. Τά προγράμματα όμως που μας σερβιρίστηκαν περισσότερο μοιάζουν με συρραφές προτάσεων και «σπασμένων» ιδεών παρά με συνεκτικά και ολοκληρωμένα πολιτικά σύνολα δράσεων, και διατείνονται εντούτοις ότι είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Απουσιάζει επιπλέον η ακτινογραφία των προβλημάτων και κυρίως η ταξινόμηση τους καθώς και η ιεράρχιση κατά μείζονα τάξη. Αντιθέτως για άλλη μία φορά η πολιτική αντιπαράθεση έλαβε τη μορφή των διαζεύξεων, των απόλυτων εναλλακτικών, των αντίθετων κόσμων και άλλα του είδους γλαφυρά.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα δεν είναι νεοφανή. Δημιουργήθηκαν από ορισμένες σύγρχονες αιτίες οι οποίες ωστόσο «αιτιολογούνται» από την ιστορική παράδοση. Για να επιλυθούν θα πρέπει να εντοπιστούν οι ρίζες, να αναλυθούν οι σύγχρονες εκφράσεις τους και να επιλλεγούν τα μεθοδολογικά εργαλεία τα οποία θα χρησιμοποιηθούν. Δηλαδή θα έπρεπε να εκφωνηθεί πριν τις εκλογές από τους διεκδικητές της ψήφου ένα ολοκληρωμένο και επιστημονικά θεμελιωμένο πρόγραμμα το οποίο δεν θα ήταν πρόχειρο ούτε τσαπατσούλικη διαφήμιση για να αποκτήσουν κάποιοι συμπολίτες μία θέση στη Βουλή και ό,τι αυτή συνεπάγεται. Για παράδειγμα το δεσπόζον ζήτημα του δημοσίου χρέους. Πόσες φορές στη σύγχρονη ιστορία του νεοελληνικού κράτους έχει χρεοκοπήσει η χώρα; Και με ποιούς τρόπους αντιμετώπισε τις χρεοκοπίες αυτές. Η απάντηση είναι πως η χώρα αντιμετώπισε έξι φορές τη χρεοκοπία και αν προσθέσουμε και αυτήν της γερμανικής κατοχής επτά φορές. Και όλα τα χρέη προς τους πιστωτές και πάλι δυτικούς αποπληρώθηκαν μέχρι κεραίας, με μετρητά ή εξαγώγιμο είδος.

Αντίθετα οι κομματικοί λόγοι που ακούγονται ή μάλλον καλύτερα θα ήταν να τις αποκαλούσαμε “ομιλίες”, από τηλεοράσεως κυρίως, είναι αθύρματα πολιτικών κλήσεων και ακρονύμια μεγάλων πολιτικών ιδεών που εδέσποσαν στο παρελθόν. Αποφύσεις του ρεύματος του φιλελευθερισμού και παραμορφωτικές αφαιρέσεις του σοσιαλιστικού μαρξισμού, που προσπαθούν να περιγράψουν το άμεσο εμπειρικό και βραχυπρόθεσμο και να επιλύσουν τις στρεβλώσεις τους. Δεν κατανοούν ότι το άμεσα κατανοητό, το κοινώς αποδεκτό, και το εμφανές είναι μόνο οι τελευταίες εκφράσεις ενός βαθύριζου κοινωνικού και ιστορικού φαινομένου και τίποτα άλλο. Και όταν πας να αντιμετωπίσεις μόνο αυτό που βλέπεις και όχι αυτό που κρύβεται πίσω, είτε το κάνεις χειρότερο είτε κατασρέφεσαι μέσα στο χάος που προκαλείς.

Για παράδειγμα ο κρατικός γιγαντισμός που ομοιάζει με Λεβιάθαν στην Ελλάδα είναι απότοκο του βυζαντινισμού και του σουλτανισμού που τον ακολούθησε πανομοιότυπα. Στις μέρες μας μετατράπηκε σε εύκολη αλλά και επικερδή μέθοδο για να καλυφθεί το άλλο φαινόμενο που κυριαρχεί ήτοι της επενδυτικής αδράνειας και της αποφυγής ρίσκου από τους Έλληνες επιχειρηματίες.

Η αγορά εργασίας στην χώρα μας ποτέ δεν δημιουργήθηκε με μακροοικονομικούς και μικροοικονομικούς όρους αλλά μόνο με πολιτικούς δηλαδή κομματικούς. Αυτό δεν φτάνει να το ονομάσουμε απλά στρέβλωση αλλά «δύσμορφη» ανάπτυξη του καπιταλισμού και πολιτική «νεοπλασία». Και επειδή το «πολιτικό» κέντρο βρίσκονταν στην πρωτεύουσα και στην Αττική, ροές εσωτερικής μετανάστευσης όδευαν προς το κέντρο δημιουργώντας συνθήκες ασφυξίας και οικονομικού πνιγμού τόσο στη μεγαλούπολη όσο και στην περιφέρεια.

Αυτό το γεωγραφικοοικονομικό και πολιτικό «μοντέλο» διαστρέβλωσε και την ελληνική παράδοση της Πόλης /Κράτος, και τα βυζαντινά Θέματα και τις τοπικές κοινότητες και τα καποδιστριακά καντόνια, και στο τέλος τέλος και την ελληνική ταυτότητα.

Αυτό το προπολιτικό «μοντέλο» και οι φορείς του ευθύνονται για την χρόνια κρίση της ελληνικής οικονομίας που απλώς τώρα επειδή οι συνέπειες της αφορούν και τους Ευρωπαίους οι διαστάσεις γίνονται εκκωφαντικές.

Για να αντιμετωπιστεί λοιπόν η κρίση στην οικονομία και στην κοινωνία θα πρέπει να διαμορφωθεί μία νέα κατανομή του ελληνικού πληθυσμού. Οι συγκεντρώσεις στην Αττική και Θες/νίκη που προ πολλού έχουν υπερβεί τις κορυφές των ωφελειών οφείλουν να αποκεντρωθούν στην άλλη Ελλάδα με κάθε τρόπο και με ταχύτατο ρυθμό. Γιατί πάνω από το 70% του επιστημονικού δυναμικού βρίσκεται στην Αττική, το 75% των κεφαλαιακών δράσεων, το 65% των ιατρικών υπηρεσιών, και το 80% των οικονομικών συναλλαγών όλων των τομέων, και ούτω καθ' εξής. Έτσι Ελλάδα=Αττική και λίγο Θες/νίκη. Δεν υπάρχει τίποτα πιο τραγικό, πιο οδυνηρό. Και αν αναλογιστεί κανείς ότι μόλις ιστορικά πρόσφατα οι Έλληνες διέπρεπαν σε ένα γεωγραφικό και οικονομικό χώρο που εκτείνονταν από την Κασπία έως την Αίγυπτο και από την Μασσαλία έως το βάθος της Ανατολής.

Δυστυχώς ο πλούτος της χώρας δεν έχει εκεί που χρειάζεται ανθρώπους για να αξιοποιηθεί.

Το πρώτο μέλλημα συνεπώς θα έπρεπε να ήταν η αξιοποίηση του πλούτου μέσω της ανάπτυξης των περιφερειών. Αν ο στόχος αυτός γινόταν κατανοητός τότε θα έπρεπε και ο κρατικός μηχανισμός να λάμβανε διαφορετική κατανομή. Κάθε μονάδα διοίκησης θα όφειλε κατά τις στοιχειώδεις λογικές αρχές να βρίσκεται εκεί όπου είναι συγκεντρωμένες οι ανάλογες παραγωγικές δραστηριότητες. Το υπ. Γεωργίας στην Θεσσαλία για παράδειγμα, και ούτω καθεξής. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει σε κάθε προηγμένη χώρα.

Η αποτελεσματική αποκέντρωση του κρατικού μηχανισμού, των οικονομικών δραστηριοτήτων, του ανθρώπινου επιστημονικού και δημιουργικού δυναμικού, ταυτόχρονα θα «έσπαζε» και τον συγκεντρωτισμό της πολιτικής εξουσίας. Τις ολιγοπωλιακές και μονοπωλιακές δομές των αγορών, της συγκέτρωσης του κεφαλαίου, τις πολιτικές βαρωνείες, τα τζάκια, κλπ.

Από την άλλη πλευρά κάθε περιφέρεια της χώρας, κάθε τοπικός πόλος, θα ήταν εξειδικευμένη σε ένα μοντέλο εξειδικευμένης παραγωγής, πάνω στο οποίο θα οικοδομούνταν και οι δομές της εκπαίδευσης, οι δομές της φορολογίας και οι δομές των πολιτιστικών και τεχνολογικών εφαρμογών. Με τον τρόπο αυτό που στη διεθνή βιβλιογραφία και πρακτική αποκαλείται δυναμική ανάπτυξη των περιφερειακών δομών, και το «τελευταίο» χιλιόμετρο της υπαίθρου θα ήταν καρποφόρο.

Η ιστορία αυτή είναι μεγάλη. Θα μπορούσαμε να γεμίζουμε σελίδες και να γράφουμε βιβλία για το θέμα. Και όμως η γνώση υπάρχει. Αμέτρητα βιβλία από επιφανείς στοχαστές έχουν γραφεί. Και η μεθοδολογία είναι γνωστή και τα εργαλεία. Εκείνο που δεν υπάρχει είναι η πολιτική θέληση και η πολιτική ελευθερία. Ο πολιτικός συγκεντρωτισμός υπαγορεύει ένα κλειστό σύστημα και όχι ένα αποκεντρωμένο, κλειστά μυαλά και όχι ανοικτά, υποταγμένες και ετεροπροσδιορισμένες προτιμήσεις και όχι ελεύθερες, ένα σύστημα λιγότερο αποδοτικό και κρισιογόνο αλλά εύκολα ελέγξιμο.