Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Εκτύπωση

          ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΩΝ ΠΟΡΩΝ

Η διεθνής εμπειρία για την ανάπτυξη περιοχών, περιφερειών και χωρών είναι τόσο πλούσια ώστε μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικό οδηγό για φορείς, οργανισμούς, και κυβερνήσεις που επιδιώκουν να βελτιώσουν, να μεγεθύνουν ή να αναπτύξουν τα παραγωγικά τους αποτελέσματα.

Το ίδιο πλούσια είναι και η επιστήμη της οικονομικής ανάπτυξης, με θεωρίες, μοντέλα, ιδέες, εμπειρικές πρακτικές και στατιστικές μεθόδους, που χρησιμοποιούνται ως εργαλεία επιστημονικής έρευνας, από τις υπηρεσίες του ΟΗΕ, της Διεθνούς Τράπεζας, του ΟΟΣΑ, και άλλων διεθνών οργανισμών, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η υπανάπτυξη, το χαμηλό εισοδηματικό επίπεδο και η φτώχεια πολλών χωρών και περιφερειών.

Δεν είναι εύκολο όμως για μια χώρα ή περιφέρεια που δεν καλύπτει ένα ελάχιστο επίπεδο αναπτυξιακών προϋποθέσεων, να μιμηθεί μια διεθνή εμπειρία ή να εφαρμόσει μια αναπτυξιακή θεωρία, και να επιτύχει τέτοιους αναπτυξιακούς ρυθμούς ώστε να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της. Οι περισσότερες «εξωγενείς μεταβιβάσεις» εμπειριών αποβαίνουν άκαρπες αν όχι και κοστοβόρες.

Μία αναπτυξιακή στρατηγική για να θεωρηθεί επιτυχής θα πρέπει να διέπεται από ενδογενή δυναμική, τοπική – χωρική προσαρμοστικότητα, θετική συσχέτιση με το εξωτερικό περιβάλλον και υψηλές κοινωνικές φιλοδοξίες της πολιτικής ελίτ.


Οι στρατηγικές τοπικής ανάπτυξης και οργάνωσης των πόρων (ΣΤΑΚΟΠ) είναι το ασφαλές αντίδοτο στις παθογένειες της στρατηγικής της «από τα πάνω ανάπτυξης», οι οποίες μεταφράζονται στην ακυρωτική γραφειοκρατία, την κρατική διαφθορά, την ανασταλτική πολυνομία, και την απουσία αναπτυξιακού σχεδιασμού. Αντίθετα οι ΣΤΑΚΟΠ, έχουν τη δημιουργική ικανότητα να κινητοποιούν και τη τελευταία μονάδα του τοπικού αναπτυξιακού δυναμικού γνωρίζοντας την ιεραρχία των αναγκών και τη ποσότητα των διαθέσιμων και απαιτούμενων πόρων. Ανθρώπινων, κεφαλαιακών και φυσικών. Το κλειδί σ’ αυτό το σημείο είναι να μη διαχέονται οι συνέπειες του πολλαπλασιαστή εκτός τοπικού χώρου ή περιφέρειας αλλά η επιτυγχανόμενη συσσώρευση κεφαλαίου να επανεπενδύεται τοπικά.

Στη διεθνή κλίμακα, δεν είναι τυχαίο ότι στο δεσποτισμό της παγκοσμιοποίησης αντιπαραβάλλεται η στρατηγική της περιφερειακής συνεργασίας χωρών ή ομάδας χωρών, όπως η ASEAN, το MERCOSUR, η Ευρωπαϊκή Ένωση, κλπ.

Στην Ελλάδα δυστυχώς η «αναπτυξιακή» στρατηγική που εφαρμόσθηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια, είχε το χαρακτήρα της κρατικής ρύθμισης, της προχειρότητας καταγραφής καταλόγου ασύνδετων έργων, της ακαμψίας των θεσμών της αγοράς και της υπέρ καταναλωτικής δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης, αφήνοντας τους εθνικούς παραγωγικούς πόρους ανεκμετάλλευτους και ανοργάνωτους, με οδυνηρή κατάληξη την πρωτόγνωρη ιστορική κρίση του παρόντος.

Αυτό το κρατικό μοντέλο της τυπικής και στρεβλής διεκπεραίωσης των αναπτυξιακών αιτημάτων της κοινωνίας, δημιούργησε και το ανάλογο επίπεδο συνείδησης στου πολίτες, οι οποίοι απαξίωσαν τη τοπική δημιουργική ικανότητα και ταυτόχρονα υπεραξίωσαν εκείνη του κρατικού μητροπολιτικού κέντρου.

Η συνειδητοποίηση της αξίας του τοπικού – περιφερειακού προϋποθέτει όμως την ύπαρξη ή την δημιουργία μιας ομάδας «ηγετών» η οποία θα εκφράζει την ηγεμονία ενός κοινωνικού μπλόκ που θα δίδει προσωπικότητα στο χώρο. Θα τον μετατρέπει δηλαδή σε χώρο «δι’ εαυτόν». Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα διαθέτει ένα σύστημα πολιτικών και ιδεολογικών μέσων, ένα πλέγμα θεσμών, που θα είναι ικανό να ρυθμίζει τοπικά ζητήματα οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής φύσεως ακόμα και ενδεχόμενα ζητήματα συγκρούσεων. Ταυτόχρονα θα διεκδικεί πολιτική ισχύ και θα κατοχυρώνει νομιμοποίηση έτσι ώστε το κέντρο να λαμβάνει θετικές αποφάσεις για αναπτυξιακές χρηματοδοτήσεις περιφερειακών προγραμμάτων.

Η διεθνής εμπειρία που έχει συσσωρευτεί και κατηγοριοποιηθεί από τις υπηρεσίες του ΟΗΕ, αποδεικνύει ότι οι χώρες της κατηγορίας του χαμηλού και μέσου εισοδήματος διευρύνουν τις περιφερειακές ανισότητες μέσω του μηχανισμού της απομύζησης (blackwash effects), των πόρων των φτωχότερων περιφερειών ενώ οι χώρες της κατηγορίας του υψηλού εισοδήματος μειώνουν αυτές τις ανισότητες μέσω του μηχανισμού της διασποράς και διάχυσης των αναπτυξιακών αποτελεσμάτων (spread effects).

Παρ’ ό,τι η Ελλάδα με κριτήριο το κατά κεφαλή εισόδημα ανήκει στις αναπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ, (31 στο σύνολο), οι περιφερειακές ανισότητες τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουν σχετικά διευρυνθεί. Πέντε ελληνικές περιφέρειες κατατάσσονται στις δέκα φτωχότερες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην Βουλγαρίας και Ρουμανίας. Οι αιτίες γι’ αυτό είναι πολλές αλλά μία από τις κυριότερες είναι η προϊούσα αδράνεια της πολιτικής ελίτ τόσο στο κέντρο όσο και στη περιφέρεια.

             Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Στην Ελλάδα το φαινόμενο της περιφερειακής απομύζησης των πόρων των περιφερειών από το μητροπολιτικό κέντρο της Αττικής και τη πόλη της  Θεσσαλονίκης, είναι μία από τις κυριότερες αιτίες της σημερινής κρίσης υποπαραγωγής.

Συνοπτικά τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας ήταν να δημιουργηθούν πολυάριθμοι και ετερογενείς κοινωνικοί διαχωρισμοί. Οι οικονομικοί δείκτες, οι δείκτες ευημερίας, οι δημογραφικοί δείκτες και οι δείκτες μορφωτικών επιπέδων αποκλίνουν σημαντικά μεταξύ των περισσοτέρων περιφερειών και του μητροπολιτικού και υπομητροπολιτικού κέντρου.

Ένα παράδειγμα είναι αρκετό για να καταδείξει το χάσμα και των περιφερειακών αλλά και των ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων. Στις περισσότερες ελληνικές περιφέρειες, έξι στους δέκα πολίτες είναι αναλφάβητοι ή απόφοιτοι στοιχειώδους εκπαίδευσης, απασχολούμενοι κυρίως στην πρωτογενή παραγωγή, τρεις είναι απόφοιτοι της μέσης εκπαιδευτικής βαθμίδας και ένας της ανώτερης ή ανώτατης. Στατιστικά και πραγματικά, μη σημαντικός θεωρείται ο αριθμός των κατόχων μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών. Ο παράγοντας αυτός όπως και η διάρθρωση της ηλικιακής κλίμακας, θεωρούμε ότι είναι από τις βασικότερες προσδιοριστικές αιτίες της κρίσης υποπαραγωγής, και μάλιστα σε ένα κόσμο με υψηλό ανταγωνισμό στις οικονομίες της γνώσης, της καινοτομίας και της υψηλής τεχνολογίας. Της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης και νομιμοποίησης, της κρίσης των αξιών, κλπ, κλπ.

   ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ

Οι φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι, τα αποθέματα κεφαλαίου και οι μηχανισμοί διαμόρφωσης προσδοκιών, τόσο εθνικά όσο και περιφερειακά, είναι απαραίτητο να κατηγοριοποιηθούν, να ιεραρχηθούν και να αξιοποιηθούν στα πλαίσια ορθολογικών κανόνων και κανονιστικών ρυθμίσεων.


Οι φορείς της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης, ως τα νέα κέντρα οιονεί περιφερειακής εξουσίας, είναι υποχρεωμένοι εκ των δεδομένων αναγκών να αντιμετωπίσουν το μειονέκτημα των χαμηλών δεξιοτήτων των ανθρώπινων πόρων και των εκπαιδευτικών προσόντων, συναρτημένων με τα παραγωγικά τοπικά πρότυπα και τις τοπικές αξίες. (….)

Δεύτερον, ο περιφερειακός προγραμματισμός θα πρέπει να μεριμνά για τις περιφερειακές υποδομές και τις κοινοτικές εξυπηρετήσεις. (…)

Τρίτον, η δημιουργία περιφερειακών θεσμών συμμετοχής του οικονομικά ενεργού πληθυσμού έχει πρωταρχική σημασία γιατί δημιουργεί λειτουργικά δίκτυα εξυπηρέτησης και υποστήριξης των πολιτών. (…)

Τέταρτον, η αξιοποίηση των περιφερειακών και τοπικών πόρων, η μικρή κλίμακα, ο τοπικός έλεγχος, και οι ενδοπεριφερειακές αλληλεξαρτήσεις συγκρατούν το παραγόμενο περιφερειακό προϊόν, (οικονομικό, πολιτιστικό, κλπ) εντός της περιφέρειας αποτρέποντας φαινόμενα παλινδρομικής διαφυγής.

Πέμπτον, ο σχεδιασμός για τη δημιουργία μιας κινητήριας οικονομικής δραστηριότητας, στη πρωτογενή ή μεταποιητική παραγωγή, ή στις υπηρεσίες, όχι αναγκαστικά μεγάλης κλίμακας, είναι ο καθοριστικότερος παράγων, που θα απορροφήσει το πλεονάζον εργατικό δυναμικό, θα αυξήσει το περιφερειακό προϊόν, θα αξιοποιήσει τους τοπικούς πόρους και θα σπάσει την αιτιώδη αλυσίδα του φαύλου κύκλου που χαρακτηρίζει μια περιφέρεια ως υπανάπτυκτη. Με άλλα λόγια τίθεται το ερώτημα: ποιος θα είναι ο κινητήρας, ποια οικονομική δραστηριότητα θα αποτελέσει τον πόλο γύρω από τον οποίο θα δημιουργηθούν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την οικονομική και κοινωνική απογείωση (take off) της περιφέρειας. (…)

Έκτον, ο περιφερειακός σχεδιασμός δεν θα πρέπει να θεωρεί τη χωρική περιφερειακή οικονομία ως απομονωμένη και κλειστή. Οι διεθνείς αγορές είναι ανοικτές και η τεχνογνωσία πλούσια για διασυνδέσεις και αμοιβαίους καθορισμούς είτε σε ευρωπαϊκό είτε σε διεθνές επίπεδο. (…)

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και άλλες πτυχές του περιφερειακού σχεδιασμού, αλλά εκείνο που είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί είναι ότι ενώ το Εθνικό Κράτος υπονομεύεται από τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης και σύρεται έρμαιο από τις χρηματοοικονομικές αγορές, η στρατηγική της περιφερειακής ανάπτυξης και διαπεριφερειακής συνεργασίας, είναι η πιο κατάλληλη πολιτική για την αναδιάρθρωση της παραγωγής, της οργάνωσης και αξιοποίησης  των πόρων.

Για να επιλεγεί και καθορισθεί μια περιφερειακή πολιτική ανάπτυξης θα πρέπει να εξεταστεί και ερευνηθεί σειρά αντικειμενικών προϋποθέσεων, ενεργεία και δυνάμει, που θα εγγυώνται αυτοσυντήρητη αναπτυξιακή διαδικασία. Αν αντίθετα οι αντικειμενικές παράμετροι αντικατασταθούν από την υποκειμενική βούληση της περιφερειακής ελίτ για «ευνόητους λόγους», τότε οι πιθανότητες δαπανηρής  αποτυχίας είναι πολύ μεγάλες.

Ως αντικειμενικοί παράγοντες θεωρούνται:

-    Το επίπεδο ανάπτυξης ή υπανάπτυξης μιας περιφέρειας ή μιας τοπικής οικονομίας,

-    Η ποσοστιαία συμμετοχή του περιφερειακού προϊόντος στο ΑΕΠ,

-    Η διάθρωση της κλίμακας των επαγγελματικών και μορφωτικών προσόντων,

-    Η διάρθρωση των τομέων και κλάδων παραγωγής, διανομής και εμπορίου,

-    Το κατά κεφαλή περιφερειακό εισόδημα,

-    Τα αποθέματα φυσικών πόρων, κεφαλαίου και το επίπεδο τεχνολογίας,

-    Η ποιότητα των διοικητικών υπηρεσιών,

-    Η ποιότητα των υποδομών δημόσιας ωφέλειας.

Με βάση τα ανωτέρω, η περιφερειακή στρατηγική αποσκοπεί στη δημιουργία ανταγωνιστικού περιφερειακού πλεονεκτήματος με προσανατολισμό την εθνική και διεθνή αγορά, την ικανότητα αυτοτροφοδότησης της αναπτυξιακής διαδικασίας και την εξασφάλιση θετικής συσχέτισης με άλλες εθνικές ή διεθνείς περιφέρειες.

Συνήθως οι περιφερειακές πολιτικές ανάπτυξης απαιτούν ροές κεφαλαίων που είναι αδύνατον να εξασφαλίσει το Εθνικό Κράτος. Ιδιαίτερα όταν αυτό διέρχεται περίοδο οικονομικής κρίσης ή βρίσκεται σε κατάσταση υπανάπτυξης.

Συνεπώς για την εισροή των επιθυμητών ποσοτήτων κεφαλαίων θα πρέπει να εφαρμοσθεί πολιτική προσελκυστικότητας ξένων επενδύσεων ή και εθνικών ιδιωτικών κεφαλαίων.

Για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού οι χώρες έχουν εφαρμόσει πληθώρα πολιτικών, οι βασικότερες των οποίων είναι οι Ειδικές Οικονομικές Ζώνες (special economic zones), ή οι Ελεύθερες ζώνες εμπορίου, ή οι Ευνομούμενες περιφερειακές ρήτρες, κλπ.

Τα αποτελέσματα που καταγράφηκαν από τις σχετικές υπηρεσίες του ΟΗΕ, δεν είναι πάντα θετικά. Οι χώρες που έχουν εφαρμόσει ανάλογες περιφερειακές πολιτικές ανέρχονται σε 103 και έχουν μελετηθεί 827 περιπτώσεις ειδικών στρατηγικών προσελκυστικότητας ξένων κεφαλαίων. Απ’ αυτές  σχεδόν το 50% επέτυχαν αποτελέσματα κάτω από το επιθυμητό επίπεδο.


Ειδικές οικονομικές Ζώνες.

Οι ΕΟΖ είναι κατά κανόνα γεωγραφικές περιοχές στην ενδοχώρα ή στις παράκτιες ζώνες, που προσφέρουν ειδικά οικονομικά, εργασιακά, διοικητικά και χρηματοδοτικά καθεστώτα, τα οποία αναζητούν οι διεθνείς ή εθνικές επιχειρήσεις προκειμένου να εγκαταστήσουν τις παραγωγικές, εμπορικές, διοικητικές ή αποθηκευτικές τους λειτουργίες. Αποτελούν χωρικά συστήματα, με παροχές κοινής ωφέλειας και ικανότητες υποδοχής βιομηχανικών, αγροτοβιομηχανικών ή άλλων συγκροτημάτων, οι μονάδες των οποίων αναπτύσσουν σχέσεις αλληλεξάρτησης.

Η παραδοσιακή άποψη ήθελε τις ΕΟΖ ως εφαρμογές ανάπτυξης, ξεκομμένες από το σύστημα της εθνικής οικονομίας, οάσεις ευημερίας με εξαγωγικό προσανατολισμό. Όπου εφαρμόσθηκε ο τύπος αυτός των ΕΟΖ, κυρίως στις υπανάπτυκτες χώρες της Αφρικής και Λ. Αμερικής επέφερε πενιχρά έως μηδαμινά αποτελέσματα.

Η σύγχρονη άποψη που σχετίζεται με τις λειτουργίες των ΕΟΖ, είναι συνδυασμένη με τους περιφερειακούς πόλους ανάπτυξης.  Η στρατηγική αυτή λαμβάνει ως βάση το συγκριτικό πλεονέκτημα μιας περιοχής και αποσκοπεί να το μετατρέψει σε ανταγωνιστικό και αναπτυξιακό. Μια κινητήρια βιομηχανία ή μια συστάδα κινητήριων βιομηχανιών, εγκαθίσταται στην ΕΟΖ, με πολλαπλές θετικές επιπτώσεις σε άλλες μικρότερες μονάδες ή και στην εθνική οικονομία. Οι εκροές της κινητήριας παραγωγικής μονάδας επιδρούν πολλαπλασιαστικά στο περιφερειακό προϊόν, στην τοπική απασχόληση και στο περιφερειακό εισόδημα. Οι εισροές της μπορεί να προέρχονται από μικρές τοπικές μονάδες ή ατομικούς παραγωγούς, συγκροτώντας ένα πλαίσιο οικονομικών αλληλεξαρτήσεων. Έτσι δημιουργούνται εξωτερικές οικονομίες κλίμακας με αποτέλεσμα την  ελαχιστοποίηση του κόστους και τη μεγιστοποίηση των αποδόσεων.

Ο οικονομικός μηχανισμός που ενεργοποιείται, όταν οι ΕΟΖ αναδεικνύουν ένα πόλο ανάπτυξης είναι ο εξής:

Στις συνθήκες της ανταγωνιστικής αγοράς οι επιχειρήσεις συνδέονται μεταξύ τους μόνο μέσω της τιμής. Στις συνθήκες όμως του πόλου ανάπτυξης οι επιχειρήσεις συνδέονται με πολλούς τρόπους. Το κέρδος μιας επιχείρησης εντός του πόλου είναι συνάρτηση των δικών της εκροών και των εισροών αλλά ταυτόχρονα και των εκροών και των εισροών μιας άλλης επιχείρησης του συμπλέγματος. Έτσι υπάρχει ένα σύστημα σχέσεων που δημιουργεί εξωτερικές οικονομίες και ενισχύει τις αποδόσεις των εγκαταστημένων επιχειρήσεων εντός της ΕΟΖ, σε μεγαλύτερο βαθμό από τις αποδόσεις των επιχειρήσεων που λειτουργούν εκτός της ζώνης.

Στο εφαρμοστικό πεδίο τώρα τα θετικά επιχειρήματα υπέρ των ΕΟΖ, έχουν συμπυκνωθεί στα εξής:

Ωστόσο έχουν αναπτυχθεί και επιχειρήματα κατά της δημιουργίας ΕΟΖ τα οποία συνοψίζονται στα ακόλουθα:

 

Επιπτώσεις στην Εθνική οικονομία.

Ωστόσο έχουν καταγραφεί πλήθος θετικών επιπτώσεων από τις λειτουργίες των ΕΟΖ στις 800 και πλέον περιπτώσεις που έχουν μελετηθεί.

Μερικές απ’ αυτές είναι:

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

Οι διαμορφωτές του περιφερειακού σχεδιασμού θα πρέπει να γνωρίζουν τι επιδιώκουν οι επιχειρήσεις προκειμένου να το συμπεριλάβουν στο ειδικό καθεστώς των ΕΟΖ, ως κίνητρο προσέλκυσης τους.

Πολλές χώρες μεταξύ των οποίων η Κίνα, η Ρωσία, η Ινδία, η Τουρκία, έχουν εισάγει ειδικά καθεστώτα λειτουργίας των ειδικών ζωνών, με πολύ καλά αποτελέσματα προσεκλυστικότητας ξένων επενδύσεων.

Οι  επιχειρήσεις ενδιαφέρονται να επιτύχουν:

Κάθε ένας από τους στόχους  αυτούς συνδέεται με συγκεκριμένες λειτουργίες του περιβάλλοντος τις οποίες οι ΕΟΖ οφείλουν να προσφέρουν.

 

Στο γενικότερο εθνικό και περιφερειακό επίπεδο οι επιχειρήσεις έχουν σταθμίσει ως εξής τις απαιτήσεις τους:

Παράγοντες

%

Πρόσβαση στους καταναλωτές

77

Σταθερό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον

64

Ευκολία δημιουργίας επιχείρησης

54

Ποιότητα υποδομών

50

Ικανότητα πρόσληψης επαγγελματικού και ειδικού προσωπικού

39

Ικανότητα πρόσληψης διοικητικού προσωπικού

38

Επίπεδο διαφθοράς

36

Κόστος εργασίας

33

Έγκλημα και ασφάλεια

33

Ικανότητα πρόσληψης εξειδικευμένων εργατών

32

Εθνικοί φόροι

29

Κόστος υπηρεσιών κοινής ωφέλειας

28

Οδικά δίκτυα

26

Πρόσβαση σε πρώτες ύλες

24

Ποιότητα και διαθεσιμότητα πανεπιστημιακής κατάρτισης

24

Διαθέσιμη περιοχή με όλες τις αναγκαίες υπηρεσίες

24

Τοπικοί φόροι

24

Πρόσβαση προμηθευτών

23

Εργασιακές σχέσεις και συνδικαλισμός

23

Αεροδρόμια

23

 

Η στάθμιση των κριτηρίων για τη λήψη αποφάσεων από τις επιχειρήσεις είναι αποκαλυπτική και μπορεί να μας δώσει την βαρύτητα των επιχειρημάτων, που χρησιμοποιούνται σήμερα στην Ελλάδα, τόσο από τη τρόϊκα όσο και από την ελληνική κυβέρνηση.

 


               ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΟΖ

Έχοντας υπ’ όψιν τα ανωτέρω, μπορούμε να σχεδιάσουμε ένα γενικό περίγραμμα μελέτης εγκατάστασης ΕΟΖ, στις ελληνικές περιφέρειες.

Η μελέτη δέον να αναπτυχθεί σε έξι μέρη όπως τα ακόλουθα:

Μέρος  1

Η αναγκαιότητα δημιουργίας ΕΟΖ στην Ελλάδα

Μέρος 2

Πως λειτουργούν οι ΕΟΖ

 

 

Μέρος 3

Διεθνής εμπειρία

Μέρος 4

Στρατηγικές επιχειρήσεων

Μέρος 5

Επιτυχής διαδικασία εφαρμογής πολιτικών ΕΟΖ

 

 

Μέρος 6

Χρηματοδοτικοί πόροι και κανονισμοί

 

Η διάρθρωση αυτή είναι η βασική μιας σχετικής μελέτης. Μπορεί ωστόσο να επεκταθεί και σε περισσότερες ενότητες ανάλογα με τις ιδιομορφίες των κλάδων, των περιφερειών και των τοπικών αρχών.

 

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ

Επειδή η πολιτική περιφερειακού σχεδιασμού δεν είναι μια απλή τεχνική λειτουργία αλλά κοινωνική  διαδικασία με ιεραρχημένες προτεραιότητες συνδυασμένη με κοινωνικά συμφέροντα, η μεθοδολογία εγκατάστασης της ΕΟΖ, οφείλει να απολαμβάνει της πλατύτερης δυνατής συναίνεσης.

Ως εκ τούτου οι διαδικασίες δημόσιας διαβούλευσης ανάμεσα αφ’ ενός στους επαγγελματικούς φορείς και αφ’ εταίρου ανάμεσα στους πολίτες μέσω των τοπικών συνελεύσεων ή άλλων μορφών συλλογικότητας, είναι η πιο ενδεδειγμένη μεθοδολογία. 

 

 

Κουρματζής Θανάσης

Οικονομολόγος / Στατιστικός / Μελετητής / Συγγραφέας