humanact.gr

ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ

E-mail Εκτύπωση PDF
Ευρετήριο Άρθρου
ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ
Η ΔΥΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
ΤΑ ΛΑΘΗ ΣΤΗ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
Όλες οι Σελίδες

Το 1889 δημιουργείται η Δεύτερη Διεθνής των εργατών. Η βιομηχανική επανάσταση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και παρά το γεγονός ότι έχουν υψωθεί κοινωνικά φράγματα ανάμεσα στους εργάτες και τους βιομηχάνους, το κοινωνικοοικονομικό σύστημα που σχηματίζεται έδειξε θαυμάσια ευελιξία ώστε να ενσωματώσει τις αντιθέσεις, να αναπτυχθεί επαρκώς και να επικρατήσει παγκοσμίως. Θα πούμε ότι το γεγονός αυτό ήταν αποτέλεσμα της δυτικής κουλτούρας που ενσωμάτωσε αποδοτικά την αρχή της εθνικότητας. Τόσο η Διεθνής όσο και η βιομηχανική τάξη των δυτικών χωρών, πήραν αποστάσεις από τη ταξική σκληρότητα των ιδεολογιών τους και συναντήθηκαν μέσα στους εθνικούς θεσμούς, η πολιτική λειτουργία των οποίων κατοχύρωνε τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα αμφοτέρων, και αποσόβησε τη καταστροφική σύγκρουση που επέβαλλε το βραχυπρόθεσμο, άμεσο όφελος. Κάτι που δεν απέφυγαν πιο άκαμπτες και δογματικές κοινωνίες όπως η τσαρική Ρωσία για παράδειγμα.

Ο Μάρξ, παρά το γεγονός ότι ανέλυσε έξοχα την ιστορία της Ευρώπης, δεν κατάφερε να εισχωρήσει στα συστατικά του πολιτισμικού υποβάθρου της, και αναλύοντας μόνο το οικονομικό μέρος, διέγνωσε ανεπιτυχώς πως η επανάσταση που οραματίζονταν θα ξεκινούσε από τη βιομηχανική Δύση και όχι από την υπανάπτυκτη Ρωσία. [1]

Στους κόλπους της Δεύτερης Διεθνούς, η αντίληψη που κυριάρχησε ήταν ότι ο μαρξισμός συνιστά μια φιλοσοφία της ιστορίας, με τον προεξάρχοντα ρόλο να δίδεται στο οικονομικό στοιχείο.

Αντίθετα, μετά το 1936, ο Α. Ζντάνοβ, πρότεινε στη σοβιετική ηγεσία η οποία και αποδέχθηκε, την ιδέα ότι ο μαρξισμός πρέπει να κατανοηθεί ως φιλοσοφία, δηλαδή ως ένα σύστημα εκδήλωσης του Είναι, του Γίγνεσθαι και της Γνώσης.

Στον πυρήνα αυτού του συστήματος βρίσκεται ή και τον αποτελεί, ο διαλεκτικός υλισμός, δηλαδή μια θεωρία των νόμων της φύσης και της κοινωνίας. Ο ιστορικός υλισμός είναι η εφαρμογή αυτών των νόμων στο πεδίο της ιστορίας ενώ Πολιτική είναι η εφαρμογή του στην παρούσα κατάσταση.

Η σοσιαλιστική Ηθική ταυτίζεται με την κατανόηση αυτών των νόμων στην ατομική συμπεριφορά, ενώ στην τέχνη ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός αναδεικνύει την καλλιτεχνική δημιουργία.

Το μαρξιστικό σύστημα είναι γενικό και πολυεπίπεδο. Ο Μάρξ ωστόσο προσπάθησε να δώσει συγκεκριμένες αναλυτικές και συνθετικές θέσεις, όχι σε κάθε πεδίο του συστήματος, αλλά κυρίως στο οικονομικό και κοινωνικό. Θα μπορούσαμε λοιπόν να συρρικνώσουμε την ευρύτητα του συστήματος, τονίζοντας την οικονομική και κοινωνιολογική του σπουδαιότητα. Είναι άραγε ο μαρξισμός μια οικονομική θεωρία που ερμηνεύει το καπιταλιστικό σύστημα; Πολλοί διανοητές θα απαντήσουν αρνητικά. Η συρρίκνωση αυτού του είδους υποβαθμίζει τις πολιτικές και φιλοσοφικές του προτάσεις, αντιτείνουν, αλλά έτσι παραβλέπεται το γεγονός ότι και ο ίδιος ο Μάρξ είχε παραδεχθεί ότι σ’ αυτούς τους τομείς πολλά ήταν τα ακάλυπτα κενά τα οποία επιζητούσαν περαιτέρω επεξεργασίες. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ούτε και την οικονομική του θεωρία, αφήνοντας ημιτελές το βασικό του έργο δηλαδή το Κεφάλαιο.

Παραμόρφωση ή εμπλουτισμός;

Τη συνέχιση του έργου του ανέλαβαν οι «επίγονοι» μαρξιστές μέσα από συγκρούσεις. Το αποτέλεσμα όμως ήταν είτε να μεταμορφώσουν τον μαρξισμό είτε να τον παραμορφώσουν.

Από τα πρώτα κιόλας χρόνια λειτουργίας η Β’ Διεθνής ανέθρεψε στους κόλπους της διαφορετικές προσεγγίσεις για την κατανόηση και συνέχιση του μαρξισμού. Η επαναστατική διαλεκτική πρόταση που εισήγαγε ο Μάρξ αντικαταστάθηκε με την προοδευτική εξελικτικότητα. Οι εκφραστές αυτής της πρώτης διαστρέβλωσης ήταν ο Bernstein και ο Kautsky. Ο Μπερστάϊν, το 1899 εκδίδει το “Θεωρητικός Σοσιαλισμός και πρακτική της σοσιαλδημοκρατίας”, στο οποίο υπάρχουν προτροπές προς τους συνδικαλιστές ηγέτες να εγκαταλείψουν την παρωχημένη φρασεολογία και να δεχθούν ένα πρόγραμμα σοσιαλιστικών και δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων.

Ο Μπερστάϊν διακηρύσσει ότι η δημοκρατία είναι ταυτόχρονα μέσο και σκοπός. «είναι το μέσο για να εγκαθιδρύσει (το προλεταριάτο) το σοσιαλισμό και συνάμα μορφή της πραγμάτωσης του». Η θέση του είναι πως ο σοσιαλισμός δεν πρόκειται να επέλθει από την επιδείνωση των αντικειμενικών συνθηκών αλλά από τη μεταμόρφωση του καπιταλισμού χάρη στη δράση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που εμπνέεται από ένα ηθικό ιδεώδες.

Η επαναστατική ανατροπή του συστήματος, όπως υποδείχθηκε από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, εγκαταλείπεται από τον ρεβιζιονισμό του Μπερστάϊν, προς χάριν των σταδιακών μεταρρυθμιστικών μεταβολών, οι οποίες θα το μετασχηματίσουν σε σοσιαλιστικό.

Αυτή την τροποποίηση του Μαρξισμού ανέλαβε να αποκαταστήσει ο Κάουτσκι. Όμως η προσπάθεια του κατέληξε να είναι μια ακόμα αναθεώρηση της μαρξιστικής θεωρίας. Η Β’ Διεθνής άρχισε να κομματιάζεται. Οι ρεβιζιονιστές / μεταρρυθμιστές από τη μία πλευρά και από την άλλη οι επαναστάτες που ισχυρίζονταν ότι παρέμεναν πιστοί στη μαρξιστική διαλεκτική.

Ο Κάουτσκι στο «Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας» εισάγει νέες ιδέες που αφίστανται ουσιωδώς από τα κείμενα του Μάρξ και του Ένγκελς. Ούτε και αυτός αναγνωρίζει την επαναστατική διαλεκτική και ισχυρίζεται ότι υπάρχει ένας κοινός νόμος που καθορίζει την εξέλιξη τόσο των ανθρώπινων κοινωνιών όσο και το βασίλειο των φυτών και των ζώων. «Κάθε μεταμόρφωση των κοινωνιών καθώς και των ειδών οφείλει να αποδοθεί σε μια μετατροπή του περιβάλλοντος». Και τούτο γιατί « η ιστορία της ανθρωπότητας δεν εκπροσωπεί παρά μίαν ιδιαίτερη περίπτωση μέσα στη ιστορία των έμβιων όντων, σύμφωνα με τους ιδιαίτερους νόμους της έμβιας Φύσης.».

Για τον Κάουτσκι, η υλιστική αντίληψη δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια επιστημονική γνώση που βοηθά τον άνθρωπο να προσαρμοστεί και να προσανατολιστεί μέσα στο περιβάλλον που τον καθορίζει και τον καταπιέζει. Παθητικοποιεί με άλλα λόγια την ανθρώπινη δράση σε ένα είδος προσαρμογής στον περιβάλλοντα χώρο και της αφαιρεί την ενεργητικότητα που τείνει προς την διαμόρφωση και αλλαγή των περιστάσεων.

Η επαναστατική πρακτική εξοβελίζεται από την αντίληψη του Κάουτσκι η οποία συνοψίζεται σε ένα είδος αναμονής και καρτερίας του ανθρώπου που καθορίζεται από τις δυνάμεις της Ιστορίας.

Οι θέσεις αυτές του Κάουτσκι αλλά και του Μπερστάιν, ήταν φυσικό να προσκρούσουν πάνω στην αντίθεση του Λένιν και της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Επιβεβαίωσαν δε το ρεφορμιστικό τους χαρακτήρα από τις τοποθετήσεις των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στη Γερμανία και Γαλλία που επηρέαζαν, και τα οποία ψήφισαν υπέρ των πολεμικών δαπανών κατά το πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, επιδεικνύοντας εθνική ευθύνη.

Η βιομηχανική επανάσταση, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, βρίσκεται στο απόγειο της. Η εθνική παραγωγή αυξάνεται και τα εισοδήματα των εργατών αρχίζουν να βελτιώνονται με θετικές επιπτώσεις στο επίπεδο της ζωής. Η σοσιαλδημοκρατία έχει λόγους να προβάλει ότι οι κοινωνικές βελτιώσεις που σημειώνονται οφείλονται κατά το μεγαλύτερο μέρος στη δράση της. Οι ρίζες της μεγαλώνουν στο έδαφος της ευρωπαϊκής αριστεράς σε βάρος των κομμουνιστικών κομμάτων τα οποία αναγορεύουν σε πρώτο εχθρό τους αυτούς τους ρεφορμιστές. Οι απόψεις του Μπέρσταϊν και του Κάουτσκι μερικώς φαίνεται να δικαιώνονται αν και ο πυρήνας τους των ιδεών τους που θεωρούσε ότι το καπιταλιστικό σύστημα θα ανατραπεί μέσω της σταδιακών μεταρρυθμίσεων παραμένει ακόμα ζητούμενο.

Ο επαναστατικός μαρξισμός μετατοπίζεται ανατολικά αλλά και ο καουτσκισμός έχει επίσης σημαντικές επιρροές. Η τσαρική Ρωσία εκείνη την εποχή βρίσκεται σε μεγάλο αναβρασμό. Νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται μετωπικά αντιμέτωπες με την φεουδαρχική δομή της κοινωνίας και την τσαρική αυλή.

Οι κύριες δυνάμεις που ανταγωνίζονται το τσαρικό καθεστώς ανταγωνίζονται και μεταξύ τους. Οι Μενσεβίκοι με τους Μάρτοβ, τον Ποτρέσσοβ, τον Άξελορντ, τη Βέρα Ζάσουλιτς και τον Πλεχάνωφ, αντιτίθενται στους Μπολσεβίκους του Λένιν, του Στάλιν και του Τρότσκι.

Οι πρώτοι ασπάζονται ένθερμα τις θέσεις του Κάουτσκι περί σταδιακού μετασχηματισμού και εγκαθίδρυσης της αστικής επανάστασης, με τον Κερένσκι, ενώ οι δεύτεροι τους κατηγορούν ως προδότες των αρχών του μαρξισμού περί την σοσιαλιστική επανάσταση. Επικρατούν το 1917 οι μπολσεβίκοι και αρχίζουν οι εκκαθαρίσεις μέσω εμφυλίου πολέμου. Ιστορικά, τα πράγματα αντί να καλυτερεύσουν στη Ρωσία γίνονται χειρότερα.

Σήμερα, έχοντας με το μέρος μας την ασφάλεια της χρονικής απόστασης και τις εμπειρίες που διέρρευσαν, θα μπορούσαμε να πούμε πως ίσως αν επικρατούσαν οι μενσεβίκοι, και εισήγαγαν θεσμούς πολιτικής δημοκρατίας και διαβούλευσης, η Ρωσία θα γνώριζε καλύτερες ημέρες. Αυτή η διαπίστωση όμως βρίσκεται στη σφαίρα της εικονικής ιστορίας και όχι της πραγματικής.

Η λενινιστική «επαναφορά».

 

Ο Λένιν, ως καθοδηγητής της επανάστασης, αντιτίθεται στον καουτσκισμό και δημιουργεί τη Τρίτη Διεθνή. Αντιτίθεται όμως και στην εργατική αντιπολίτευση του Κολοντάϊ που ζητούσε τη διεύθυνση του κράτους από τα συνδικάτα ή σ’ εκείνη του Τρότσκι που προτείνει, το 1920, την ενσωμάτωση των συνδικάτων στο κράτος.

Στις πασίγνωστες θέσεις του Απρίλη, γράφει πως για να εγκαθιδρυθεί η κομμουνιστική κοινωνία, απαιτείται ένα μεταβατικό διάστημα, στο οποίο το κράτος θα μπορεί να ασκεί ακόμα και βία ενάντια στους αντεπαναστάτες που μάχονται την δικτατορία του προλεταριάτου. Όμως το κράτος ως όργανο του προλεταριάτου δεν διαρκεί για πάντα. Θα εξαλειφθεί και θα μαραθεί όσο εδραιώνεται η κομμουνιστική κοινωνία. « με τη μεσολάβηση των Σοβιέτ ως τη βαθμιαία εξάλειψη του Κράτους ένας ακατάπαυστα αυξανόμενος αριθμός πολιτών και στη συνέχεια όλοι ανεξαίρετα οι πολίτες θα λάβουν άμεσα και καθημερινά μέρος στις υποθέσεις του Κράτους».

Όμως τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα ήθελε ο Λένιν. Μια κρατική γραφειοκρατία, από το 1920 ακόμα, επικάθισε αυταρχικά πάνω στην καταπιεσμένη κοινωνία και λυμαινόταν λαίμαργα την επανάσταση. Ο ίδιος ο Λένιν το είδε αυτό και αποκάλεσε το φαινόμενο «γραφειοκρατική παραμόρφωση της επανάστασης». Στο τελευταίο του έργο το 1923, πέθανε ένα χρόνο αργότερα, «Καλύτερα λιγότερο αλλά καλύτερο» ο Λένιν υπενθυμίζει σε όλους ότι η δικτατορία του προλεταριάτου έχει εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο από τη δικτατορία του κόμματος.

Η δυτική ερμηνεία του μαρξισμού.

 

Στη Γερμανία η αριστερή πτέρυγα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, υπό την ηγεσία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Κάρλ Λίμπνεχτ, δημιουργούν το κομμουνιστικό κόμμα. Η Λούξεμπουργκ τίθεται φανατικά υπέρ της Οκτωβριανής επανάστασης αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να ασκήσει κριτική στον Λένιν ιδιαίτερα στα θέματα οργάνωσης του κόμματος και της κοινωνίας. Τάσσεται υπέρ του μαζικού κινήματος της εργατικής τάξης η οποία μόνο μέσα από τα λάθη της μπορεί να αντιληφθεί τη διαλεκτική της ιστορίας. Θα γράψει: «τα λάθη που διαπράττονται από το αληθινά επαναστατικό εργατικό κίνημα ιστορικά είναι απείρως πιο γόνιμα και πιο πολύτιμα από το αλάθητο της καλύτερης Κεντρικής Επιτροπής».



Dedicated Cloud Hosting for your business with Joomla ready to go. Launch your online home with CloudAccess.net.