humanact.gr

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ - Η αλληλεξάρτηση των οικονομικών μεταβλητών

E-mail Εκτύπωση PDF
Ευρετήριο Άρθρου
ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ
Πρωτογενείς και δευτερογενείς δείκτες
Μαθηματική αναπαράσταση
Η αλληλεξάρτηση των οικονομικών μεταβλητών
Όλες οι Σελίδες

                      Η αλληλεξάρτηση των οικονομικών μεταβλητών

Συνήθως οι συμβατικές προσεγγίσεις στις οικονομικές προβολές είναι ενιαίες και αδιαφοροποίητες. Θεωρούν ότι το υπό εξέταση οικονομικό σύνολο είναι το ίδιο για όλες τις χώρες. Το σκεπτικό είναι ότι εφόσον υπάρχουν οικονομούντα έλλογα ανθρώπινα όντα οι δράσεις τους ως υποκείμενα θα είναι ανάλογες με τους σκοπούς τους δηλαδή την επίτευξη ίδιου οφέλους. Ιστορικοί παράγοντες ή δομικοί περιορισμοί που η ισχύς τους είναι μεγαλύτερη από εκείνη των δρώντων δεν λαμβάνονται υπόψη. Έτσι τα αποτελέσματα που παράγονται από την εφαρμογή ενιαίων πολιτικών προσαρμογής ή ανάπτυξης είναι είτε ακατάλληλα είτε μικρής αποτελεσματικότητας. Στις καλύτερες δε περιπτώσεις έχουμε επανόρθωση των δεικτών των μεταβλητών αλλά μείωση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας.

Ο οικονομικός ορθολογισμός απαιτεί να αναλύονται οι συγκεκριμένες συνθήκες της συγκεκριμένης οικονομίας, να εντοπίζονται οι διαρθρωτικές αδυναμίες της και να εκπονούνται προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης εξειδικευμένα και συνυφασμένα με κοινωνική και δίκαιη ευημερία.

Ομαδοποιώντας την οικονομική πραγματικότητα θα λέγαμε ότι υπάρχουν χώρες με αναπτυγμένη παραγωγική δομή και σχετικά μικρή εξωτερική εξάρτηση, χώρες με υπανάπτυκτη δομή και υψηλή εξωτερική εξάρτηση και χώρες που βρίσκονται σε ενδιάμεση κατάσταση. Υπάρχουν βέβαια και χώρες με ανύπαρκτη δομή, με σύγχρονα νεωτερικά κριτήρια, που όμως δεν μπορούν να υπαχθούν σε κανόνες ορθολογισμού.

Κάθε μία από τις ανωτέρω κατηγορίες χωρών απαιτεί και ένα ειδικό τρόπο προσέγγισης ανάλογο με τις υφιστάμενες και ενεργές οικονομικές και κοινωνικές δομές.

Στο παρών άρθρο εξετάζουμε τον τύπο οικονομίας που εμφανίζει υψηλή εξωτερική εξάρτηση και ασθενή παραγωγική δομή.

Στις περιπτώσεις αυτές τα όρια μέσα στα οποία κινούνται οι μεταβολές των δεικτών είναι πιο στενά και πιο ευαίσθητα. Αν τα όρια αυτά των συσχετίσεων ξεπερασθούν τότε ο οικονομικός εκπεσμός σε καταστάσεις αστάθειας και ανισορροπίας δηλαδή κρίσεων καθίσταται αναπόφευκτος.  

                                            Ανάλυση επιπτώσεων

Μία αύξηση του ΑΕΠ, για παράδειγμα, ανεξάρτητα του τρόπου πραγμάτωσης, η οποία θα υπερβαίνει τα όρια εντός των οποίων κινούνται οι δευτερογενείς δείκτες του θα είναι τελικά επιζήμια για την οικονομία.

Ο πληθωρισμός θα ξεπεράσει ένα ανεκτό επίπεδο αν το ΑΕΠ σημειώσει αύξηση κατά 6% και άνω. Η συνακόλουθη αύξηση των αμοιβών εργασίας θα δημιουργήσει πιέσεις στο εμπορικό ισοζύγιο λόγω της ασθενούς παραγωγικής βάσης και διεύρυνση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων όπως και αύξηση του χρέους.   

Η αύξηση των επιτοκίων θα είναι άμεση συνέπεια η οποία θα οδηγήσει στη μείωση του ρυθμού μεγέθυνσης, λόγω μείωσης των επενδύσεων και στην επαναφορά της ισορροπίας αλλά οι απώλειες στην κοινωνική απόδοση θα είναι τεράστιες.

   Από την άλλη, ας υποθέσουμε ότι η αύξηση του ΑΕΠ δεν έχει τόσο μεγάλο ρυθμό, ο   οποίος ας πούμε ότι είναι 2%, τότε οι συνέπειες στους παράγωγους δείκτες θα είναι ομαλές, αδιάφορες και εύκολα διαχειρήσιμες.  Ο πληθωρισμός ενός επιπέδου θα είναι αναπτυξιακός, η αύξηση της ζήτησης θα οδηγήσει σε βελτίωση της προσφοράς και το δημόσιο χρέος δεν θα απειλεί την οικονομική ισορροπία.

Όμως ένας ρυθμός θετικής μεταβολής 2% δεν θα μπορεί να αντισταθμίσει τις συνολικές αποσβέσεις που σημειώνονται στα πάγια ενεργητικά στοιχεία του εθνικού συνόλου, ούτε και να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό με αποτέλεσμα τη μείωση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας και του πραγματικού ΑΕΠ. Συνεπώς θα πρέπει να ανευρεθεί ένας κατάλληλος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ ο οποίος θα ενσωματώνει και απορροφά τόσο τις αρνητικές συνέπειες στους παράγωγους δείκτες όσο και τις αποσβέσεις και φθορές του εθνικού εξοπλισμού. Για κάθε χώρα αυτός ο ρυθμός θετικής και δυναμικής ισορροπίας είναι διαφορετικός. Και εξαρτάται από πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες. Πόσο ιδιοσυντηρούμενη είναι η παραγωγική βάση, πόσο εκτεθειμένη είναι η χώρα στη διεθνή αγορά και κυρίως στην αγορά των κεφαλαιουχικών και ενεργειακών αγαθών, ποια είναι η διοικητική της οργάνωση, η ποιότητα του ανθρωπίνου δυναμικού, κλπ.

Εξετάζοντας και σταθμίζοντας όλες αυτές τις απαιτήσεις που συνθέτουν τον οικονομικό ορθολογισμό θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι η μεγέθυνση των οικονομικών δραστηριοτήτων σε απεριόριστα όρια δεν είναι πάντα ωφέλιμη κοινωνικά. Οι σχέσεις των μεταβολών οφείλουν να πραγματώνονται και διατηρούνται εντός ορισμένων πλαισίων προκειμένου να βελτιώνουν θετικά την κοινωνική αξία και αποτελεσματικότητα. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή ξεπεραστούν τα όρια αυτά τότε θα μειωθεί η κοινωνική απόδοση αλλά και το οικονομικό σύνολο θα οδηγηθεί σε κρίση μακροχρονίως.

Είναι φανερό ότι σε οικονομικά σύνολα που διαθέτουν ισχυρή παραγωγική βάση και χαμηλή εξωτερική εξάρτηση τα όρια αυτά είναι μεγάλα και διευρυμένα. Οι δε ελαστικότητες τους μπορούν να λειτουργήσουν και ως σταθεροποιητές.

Το συμπέρασμα που πιθανόν μπορεί να προκύψει από τα ανωτέρω είναι ότι μία αύξηση της μεγέθυνσης ενός μεταβλητού μεγέθους, κυρίως πρωτογενούς, που ξεπερνά  τα όρια αντοχής, θα δημιουργήσει σειρά αρνητικών συνεπειών σε άλλα μεγέθη ο πολλαπλασιασμός των οποίων θα θέσει εκτός λειτουργίας, είτε μερικώς είτε ολικώς τον οικονομικό χώρο.

                              Εφαρμοσμένες οικονομικές πολιτικές

Πολλοί θεωρούν ότι εφόσον οι κυβερνητικές αρχές δεν ακολουθούν παρεμβατικές πολιτικές τότε οι ενεργές οικονομικές δυνάμεις έχουν την έλλογη ικανότητα να δρουν μέσα στα ορθολογικά όρια. Η διεθνής εμπειρία όμως έχει αποδείξει ότι πολλές φορές οι έλλογα δρώντες προκειμένου να μεγιστοποιήσουν το ίδιον όφελος μειώνουν την κοινωνική αποτελεσματικότητα. Τότε καθίσταται αναγκαία η κρατική παρέμβαση που στοχεύει στη διασφάλιση της κοινωνικής ευημερίας αλλά δυστυχώς αυτό σπάνια συμβαίνει. Τις περισσότερες φορές η κρατική και κυβερνητική μεροληψία αίρει τον οικονομικό ορθολογισμό μειώνοντας ακόμα περισσότερο την κοινωνική απόδοση.

Προκειμένου να καταστεί θετική η κρατική παρέμβαση με την έννοια της αποκατάστασης της σχέσης «κοινωνικό όφελος μεγαλύτερο του ιδιωτικού μακροχρονίως», θα πρέπει να σταθμίζει και να πλαισιώνει τις περιοχές μέσα στις οποίες αναπτύσσονται οι σχέσεις των μεταβλητών και ανάλογα να χαράζει ειδική πολιτική.   

Με ειδικές μελέτες, μακροοικονομικές, κλαδικές και τομεακές, οφείλει να εντοπίζει τα επίπεδα /κατώφλια, κάθε μεταβλητού οικονομικού μεγέθους η υπέρβαση των οποίων οδηγεί σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Για παράδειγμα σε ποιο ύψος ο πληθωρισμός γίνεται κίνητρο για τις δυνάμεις της προσφοράς σε τιμές ισορροπίας ή σε ποιο επίπεδο το εξωτερικό έλλειμμα δεν απειλεί τον εκτροχιασμό του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Ή σε ποιο επίπεδο τα επιτόκια δεν γίνονται αντιαναπτυξιακά και ούτω καθεξής. Η γνώση αυτή οφείλει να τροφοδοτείται από συνεχή ανανέωση των πληροφοριών που ερμηνεύουν τόσο την εθνική όσο και την διεθνή κατάσταση.

                                           Μαθηματική αναπαράσταση

Η μαθηματική απεικόνιση του τρόπου που συσχετίζονται οι οικονομικές μεταβλητές είναι μια απλή παράσταση.

Για οικονομίες με ασθενή παραγωγική βάση και υψηλή εξάρτηση από τις διεθνείς αγορές οι σχέσεις και τα όρια τους δίδονται ως εξής:

Α) έστω ότι το ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμό ίσο με το 2% ετησίως. ΑΕΠ=2%.

Δεδομένου ότι πρόκειται για ονομαστική αύξηση δεν θα υπάρχουν επιδράσεις στην αύξηση των τιμών, p, των επιτοκίων, r, της απασχόλησης, l, και των μισθών, w,.

Άρα, αν υπολογίσουμε και τις αποσβέσεις καθώς και τον πληθωρισμό το σύνολο της οικονομικής πίτας (προϊόν) θα μειωθεί.

Η μείωση αυτή πιθανόν να επηρεάσει λίγο ή και καθόλου την περεταίρω μείωση του εμπορικού ελλείμματος (Dt), του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών, (Π), ενώ θα αφήσει ανεπηρέαστο το εσωτερικό έλλειμα, Ds,  το δημόσιο χρέος, Χ, και τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων (Β).

ΑΕΠ =2%, (dp +dr+dl+dw) = 0  ενώ

(dt – Π)<0 και

(Ds, X, B) =0.

B) έστω ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί ονομαστικά με ρυθμό 5% ετησίως. ΑΕΠ=5%.

Η πραγματική αύξηση του θα είναι σαφώς μικρότερη αλλά θα είναι σε θέση η μεταβολή αυτή να επιδράσει θετικά επί των:

- τιμών (p)

- της απασχόλησης (l)

- των αμοιβών (w)

- ενώ θα αφήσει βραχυχρόνια τα επιτόκια αδιάφορα. (r)

Από την άλλη πλευρά όμως θα επιδράσει αρνητικά αλλά εντός ανεκτών ορίων επί:

-          του εμπορικού ελλείμματος (Dt)

-          του ισοζυγίου πληρωμών (Π)

-          του δημοσιονομικού ελλείμματος (Ds)

-          του δημοσίου χρέους και (Χ)

-          των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων, (Β).

Γ) έστω ότι το ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμούς πάνω από το 5% ετησίως. ΑΕΠ>5%.

Τότε θα σημειωθούν αυξήσεις στα επίπεδα τιμών, στην απασχόληση, στις αμοιβές και στα επιτόκια, δηλαδή στις θετικά συσχετισμένες μεταβλητές ενώ η δεύτερη κατηγορία δεικτών θα σημειώσει μεγάλες ανισορροπίες. Χειροτέρευση του εμπορικού ελλείμματος, του ισοζυγίου πληρωμών, του δημοσιονομικού ελλείμματος και του χρέους δηλαδή στις αρνητικά συσχετισμένες μεταβλητές. Επίσης θα αυξηθούν οι αποδόσεις των ομολόγων και των εντόκων γραμματίων που εκδίδει το κράτος.

Η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ εντός των ορίων 2 – 6% ετησίως είναι η επιθυμητή και  ταυτόχρονα η προϋπόθεση για διαρθρωτικές μεταβολές και μεταρρυθμίσεις στην παραγωγική βάση ώστε να μετατραπεί αυτή από αδύναμη σε δυνατή. Αν συμβεί αυτό στο παραγωγικό και φυσικά στο θεσμικό επίπεδο τότε μεγαλύτεροι ρυθμοί μεγέθυνσης από το 6% δεν θα έχουν αρνητικές επιδράσεις στους παράγωγους δείκτες. Αντίθετα η ισχυροποίηση της παραγωγικής βάσης θα μειώσει και την εξωτερική εξάρτηση και η οικονομία θα είναι έτοιμη πλέον να μεταβεί από την μεγέθυνση / διόγκωση (development) στην πραγματική και ιδιοσυντηρούμενη ενδογενή ανάπτυξη (growth) .

Η ανάλυση των εμπειρικών στοιχείων για τους πρωτογενείς και δευτερογενείς δείκτες διαχρονικά είναι σε θέση να μας δώσει τα σημεία εκτροχιασμού των δεικτών και τις ζώνες εντός των οποίων αυτοί θα έχουν θετική συμπεριφορά για την κοινωνική ευημερία. Αν δεν γίνεται σύγχυση μεταξύ αιτιότητας και συσχέτισης των μεταβλητών τότε οι οικονομετρικοί υπολογισμοί μπορούν να φανούν αρκούντως χρήσιμοι για αυτούς που χαράζουν την οικονομική πολιτική.

Αντίθετα γι’ αυτούς που δεν παίρνουν υπόψη τους όλους αυτούς τους συνδυασμούς εξαρτήσεων των οικονομικών σχέσεων οποιαδήποτε πολιτική εφαρμόσουν θα είναι χειρότερη από την καμία πολιτική.

Τέλος θα πρέπει να σημειώσω πως η συνδυαστική ανάλυση των ορίων των μακροοικονομικών μεταβλητών δεν αφορά μόνο το εθνικό οικονομικό σύνολο. Αφορά και την κατώτερη κλίμακα που είναι οι οικονομικοί οργανισμοί και οι εταιρίες και την ανώτερη κλίμακα που είναι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Εμφανίζονται δηλαδή φράκταλ απεικονίσεις, που  σημαίνει όμοιοι σχηματισμοί μορφών σε διαφορετικές κλίμακες.

Αναλυτικότερα έχουμε τρεις κατηγορίες συσχετισμών στην περίπτωση της οικονομίας με ασθενή παραγωγική βάση και υψηλή εξάρτηση από τις διεθνείς αγορές.

Η ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ επιδρά θετικά στην πρώτη ομάδα συσχετισμένων μεταβλητών και αρνητικά στη δεύτερη ομάδα συσχετισμένων μεταβλητών.

Ο λόγος (ratio)  των θετικά συσχετισμένων μεταβλητών προς τις αρνητικά συσχετισμένες μεταβλητές παίρνει αποτελέσματα τα οποία μπορούν να μας προειδοποιήσουν για κρίσεις ή όχι.

                            P+r+l+w

 Α)   ΑΕΠ -------------------------------------------- 0. (το αποτέλεσμα αυτό οδηγεί σε κρίση

                       dt+π+ds+β+χ                                           βραχυχρονίως.)

 

                                       P+r+l+w

Β)    ΑΕΠ      0 ---------------------------------------------- ≤1 (στη περίπτωση αυτή έχουμε

                                     dt+π+ds+β+χ                                διατήρηση ή μικρή μεγέθυνση)

 

                          P+r+l+w

Γ)     ΑΕΠ    ---------------------------------------- 1   ( η περίπτωση αυτή οδηγεί σε κρίση

                      dt+π+ds+β+χ                                      μακροχρονίως)

 

(υπενθυμίζω ότι p,r,l,w, συμβολίζουν αντίστοιχα τις τιμές, το επιτόκιο, την απασχόληση και τις αμοιβές εργασίας. Ενώ τα σύμβολα του παρονομαστή dt, π,ds,β, χ, σημαίνουν μεταβολή εμπορικού ισοζυγίου, ελλείμματος ισοζυγίου πληρωμών, δημοσιονομικού ελλείμματος, αποδόσεις κρατικών τίτλων, και δημόσιο χρέος).

Στη πρώτη περίπτωση μία ονομαστική αύξηση εντός ζώνης μεγέθυνσης με μέσο 2% θα οδηγήσει την εξαρτημένη οικονομία ασθενούς παραγωγικής βάσης σε κρίση βραχυχρονίως, στη δεύτερη περίπτωση η αύξηση εντός της ζώνης μεταξύ 2 και 5% θα διατηρήσει την οικονομία στα ίδια επίπεδα ή και σε λίγο καλύτερα ενώ στη τρίτη περίπτωση όπου η αύξηση θα πάρει τιμές πάνω από 6% η οικονομία θα οδηγηθεί σε κρίση μακροχρονίως.

Το συμπέρασμα συνεπώς που προκύπτει είναι ότι αυτού του είδους οι οικονομίες δεν μπορούν να σπάσουν τους περιορισμούς εξάρτησης αν δεν αναδιαρθρώσουν την παραγωγική τους βάση με κάθε μέσο.

Η παραγωγική αναδιάρθρωση ως πολιτικός σχεδιασμός, προγραμματισμός, εφαρμογή και έλεγχος,  στις δεδομένες συνθήκες της διεθνούς οικονομίας παίρνει επείγουσα μορφή γιατί είναι εφικτός, αναγκαίος και κοινωνικά αποτελεσματικός.

Στις οικονομίες εκείνες με ισχυρή παραγωγική βάση και χαμηλή εξάρτηση ο θετικός ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ μπορεί να πάρει και μεγαλύτερες τιμές του 6%, στη περίπτωση που θα ανακαλυφθούν και εγκατασταθούν νέοι τεχνολογικοί κλάδοι παραγωγής, γιατί αυτές θεωρούνται ώριμες,  χωρίς να συντρέχουν οι κίνδυνοι της διαρθρωτικής κρίσης. Στην αντίθετη περίπτωση θα έχουν να αντιμετωπίσουν τις κορυφές και τους πυθμένες των συμβατικών οικονομικών κύκλων τους οποίους μπορούν να χειριστούν έχοντας στη διάθεση τους πολλά και αποτελεσματικά εργαλεία.

Το συμπέρασμα είναι ότι για την ελληνική οικονομία που διαθέτει αδύναμη παραγωγική βάση και υψηλή εξωτερική εξάρτηση  οποιοσδήποτε ρυθμός ανάπτυξης πάνω από το 5 ή 6% θα επαναφέρει τα φαινόμενα κρίσης αν δεν συντελεστούν τεράστιες διαρθρωτικές και δομικές αλλαγές στον τρόπο παραγωγής, στη θεσμική του εκπροσώπηση και στους μηχανισμούς κατανομής του προϊόντος.

Copyright: Κουρματζής Αθανάσιος  

Οικονομολόγος / Στατιστικός / Συγγραφέας

 

 

 



Dedicated Cloud Hosting for your business with Joomla ready to go. Launch your online home with CloudAccess.net.