humanact.gr

Η ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ - Οι εξελίξεις στη Βιομηχανία

E-mail Εκτύπωση PDF
Ευρετήριο Άρθρου
Η ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
Μικροϊδιοκτησία - Μικροκαλλιέργεια
Οι εξελίξεις στη Βιομηχανία
Όλες οι Σελίδες

Οι εξελίξεις στη βιομηχανία

 

Ο χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου είναι αγροτικός. Κυριαρχεί το καθεστώς της μικροϊδιοκτησίας / μικροκαλλιέργειας το οποίο αν και προσφέρει απασχόληση σε εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων ωστόσο δεν καταφέρνει να σταθεροποιήσει ανοδική κίνηση στο αγροτικό προϊόν.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο τομέα της μεταποίησης / βιομηχανίας. Μικρές βιομηχανικές μονάδες διάσπαρτες τυχαία στο χώρο με φθίνουσες αποδόσεις. Ο επαναπατρισμός των προσφύγων δημιουργεί στην αρχή μια αύξηση της ζήτησης καταναλωτικών αγαθών η οποία τροφοδοτεί με δυναμισμό τις ήδη υπάρχουσες επιχειρήσεις αλλά και αυτές τις ελάχιστες νέες που δημιουργούνται από τους ίδιους. Οι τομείς που ευνοούνται είναι της ένδυσης και της διατροφής. Αν και το μεγαλύτερο ποσοστό των προσφύγων βρήκε καταφύγιο στο γεωργικό τομέα (53,1%), ένα άλλο μέρος (24,86%), απασχολήθηκε στη βιομηχανία.

Ο Ξ. Ζολώτας (Η Ελλάς στο στάδιον της εκβιομηχανοποιήσεως), αναφέρει ότι οι επιχειρήσεις ήταν μικρού μεγέθους και κάλυπταν τους τομείς ειδών διατροφής, κλωστοϋφαντουργίας,  χημικής βιομηχανίας (σαπουνοποιεία, πυρηνελαιουργεία, λίγα λιπάσματα), βυρσοδεψείας και καπνοβιομηχανίας. Η μεταλλουργική και μηχανανολογική παραγωγή ήταν ελάχιστη.

Μετά την άφιξη των προσφύγων είναι αλήθεια ότι παρατηρήθηκε αυξημένος ρυθμός βιομηχανικής ανάπτυξης ο οποίος οφειλόταν στην αύξηση του πληθυσμού λόγω της εισόδου των μικρασιατών. Η ζήτηση αυξήθηκε τα πρώτα τρία χρόνια λόγω του γεγονότος ότι οι πρόσφυγες δαπάνησαν όσα μετρητά κατάφεραν να φέρουν πίσω στην Ελλάδα, τα επιδόματα ζωτάρκειας που έλαβαν από το κράτος καθώς και τα εξωτερικά δάνεια που εισέρευσαν στη χώρα.

Μετά το 1926 η οικονομία πέρασε σε κρίση η οποία εντάθηκε περισσότερο και λόγω της παγκόσμιας κρίσης του μεγάλου Κράχ. Στα τέλη της δεκαετίας η απασχόληση στη βιομηχανία μειώθηκε στο 18% από το 23,8% που ήταν το 1920. Κατόπιν όλων αυτών ακολούθησε η χρεοκοπία του 1931 επί κυβερνήσεως Βενιζέλου.

Η προσωρινή αύξηση της βιομηχανίας έκανε αρκετούς σημερινούς συγγραφείς να πιστέψουν πως η ελληνική οικονομία καπιταλιστικοποιήθηκε. Ο Βεργόπουλος για παράδειγμα γράφει πως η Ελλάδα εκείνη την εποχή έσπασε τις παραδοσιακές δομές και πέτυχε μια αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη και εκβιομηχάνιση στα πλαίσια μιας αστική κοινωνίας.

Κάθε άλλο παρά αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη ήταν, δηλαδή επαρκής σχηματισμός κεφαλαίου στην Ελλάδα με εξαγωγή μεγάλης κερδοφορίας, που αναπαράγονταν σε ολοένα και συνθετότερα επίπεδα παραγωγής, (διευρυμένη αναπαραγωγή) αλλά ένα είδος μεγέθυνσης που οφειλόταν στην αύξηση ενός συντελεστή παραγωγής.

Σε ό,τι αφορά τις μεταλλευτικές εταιρίες, παρά το ότι τις προστάτευε ευνοϊκό νομικό καθεστώς, ήταν ελάχιστες. Υπήρχε μία εταιρία που εκμεταλλεύονταν τους γαιάνθρακες της Κύμης, μία άλλη για τους γαιάνθρακες του Ωρωπού, μία εταιρία για το θείο της Μήλου και η Μεταλλουργική εταιρία του Λαυρίου η οποία ανήκε αρχικά στον Σαρπιέρι και κατόπιν στον Συγγρό.

Παρά την ύπαρξη μεγάλων ποσοτήτων μετάλλων και ορυκτών, στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε ο σχετικός κλάδος στο δυνατό βαθμό λόγω έλλειψης πολλών και μεγάλων κεφαλαίων,  όπως απαιτείται.

Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος κατέστρεψε ακόμα και αυτές τις πενιχρές βάσεις της ελληνικής παραγωγής και διόγκωσε τα χρέη της χώρας με τα κατοχικά δάνεια των γερμανών και τις κατασχέσεις αποθεμάτων.

Μετά τον πόλεμο ο πληθωρισμός βρισκόταν σε αδιανόητα ύψη και το βιοτικό επίπεδο εξαιρετικά χαμηλό και κάτω από εκείνο του μεσοπολέμου.

Μεσολαβούν είκοσι χρόνια ποσοτικής μεγέθυνσης (1955 -1975), μετά από τη μαζική μετανάστευση, κυρίως λόγω των ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα με θετικές επιπτώσεις στη βιομηχανική παραγωγή και στο εθνικό προϊόν. Με τη συνδρομή της παγκόσμιας «χρυσής εποχής» το κατά κεφαλή εισόδημα στην Ελλάδα οκταπλασιάζεται αλλά ο βαθμός ανισότητας της κατανομής του είναι μεγαλύτερος αν συγκριθεί με εκείνον των ευρωπαϊκών χωρών.

Ταυτόχρονα αρχίζει να αναπτύσσεται και ο τομέας του τουρισμού και των θαλάσσιων μεταφορών, γεγονός που είναι σε θέση να καλύψει πλεονασματικά τα ελλείμματα που εμφανίζει ο κρατικός τομέας. Μεταναστευτικά εμβάσματα, τουριστικό και ναυτιλιακό συνάλλαγμα, είναι υπέρ αρκετά για να καλύψουν τα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών και να αναστέλλουν συνεχώς τη λύση του επείγοντος προβλήματος των διαρθρωτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικονομία.

Ωστόσο το βιομηχανικό προϊόν στο σύνολο του εθνικού αυξάνεται και φθάνει το 21% του ΑΕΠ το 1979, οπότε και αρχίζει η φάση της αποβιομηχανοποίησης της οικονομίας. Αν και ποτέ η ελληνική βιομηχανία δεν χαρακτηρίστηκε με τον όρο βαριά, ωστόσο μπορούσε να καλύψει περισσότερες εγχώριες ανάγκες από αυτές που καλύπτει σήμερα.

Η ένταξη της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές οικονομικές δομές, ήταν επόμενο να επιφέρει θετικές συνέπειες στη πολιτική σταθερότητας του κοινοβουλευτικού καθεστώτος αλλά τραγικά οδυνηρές στις οικονομικές αποδόσεις. Οι ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις εξολοθρεύτηκαν ή απορροφήθηκαν από τις ευρωπαϊκές, και οι αγρότες μετατράπηκαν σε μικρούς ξενοδόχους ή επιδοματίες. Μεγάλα βιομηχανικά brands «εκτελέστηκαν» και τα μεγάλα πακέτα στήριξης στο τομέα του κοινωνικού κεφαλαίου  απορροφήθηκαν από ευρωπαϊκούς κολοσσούς. Έκτοτε είναι γνωστά τα όσα ακολούθησαν και δημιούργησαν το παράδοξο φαινόμενο της κοινωνικής ευημερίας που όμως δεν στηρίζονταν στην εγχώρια παραγωγή αλλά στα εξωτερικά δάνεια. Οι ευρωπαϊκές κεντρικές δομές δεν κατάφεραν να ενσωματώσουν τις περιφερειακές του νότου διαχέοντας αναπτυξιακά κύματα, δικαιώνοντας όσους εκείνοι την εποχή επιχειρηματολογούσαν κατά της ένταξης.

Σε ολόκληρη της πορεία της νεώτερης ιστορίας, η Ελλάδα ποτέ δεν κατάφερε να αναπτύξει τις προϋποθέσεις αναπτύξεως που απαιτούν οι οικονομίες της αγοράς. Ο σχηματισμός κεφαλαίου ποτέ δεν στηρίχτηκε σε εγχώριες παραγωγικές διαδικασίες και όποτε επιτεύχθηκε κάτι τέτοιο οφειλόταν σε εξωτερικούς παράγοντες. Ο κρατικός μηχανισμός ποτέ δεν λειτούργησε ως μηχανισμός διοίκησης της χώρας αλλά ως εργαλείο που εξυπηρετούσε τις ψηφοθηρικές ανάγκες των πολιτικών κομμάτων, των  οικονομικών μη εξαιρουμένων.

Τέλος οι σχέσεις των οικονομικών τομέων μεταξύ τους ποτέ δεν ήταν λειτουργικές και συμπληρωματικές αλλά ανταγωνιστικά απομονωμένες λόγω του τρόπου ένταξης της οικονομίας στα ευρωπαϊκά μοτίβα και λόγω απουσίας πολιτικής θέλησης και γνώσης για εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό.

Με μία φράση η Ελλάδα ποτέ δεν γνώρισε, κατά τη πορεία των δεκάδων δεκαετιών της σύγχρονης ιστορίας της, την καπιταλιστική ολοκλήρωση και την ποιότητα των αμερόληπτων κρατικών λειτουργιών. Αντίθετα τα πάντα περιστρέφονταν γύρω από το κράτος  όπως υπαγόρευε η αριστοτελική, βυζαντινή και οθωμανική παράδοση που επικράτησε της φιλελεύθερης του Διαφωτισμού. Σ’ αυτό επίσης συνετέλεσε η μακρά περίοδος επίλυσης του Εθνικού ζητήματος και το καθεστώς της μικροκαλλιέργειας / μικροϊδιοκτησίας.

Και τώρα; Τώρα καλείται αυτή η χώρα να καλύψει το ιστορικό χάσμα που τη χωρίζει με τη κεντρική Ευρώπη σε χρόνο μηδέν αλλά ακόμα δεν ξέρει αν αυτό βαίνει προς μια καλύτερη ή χειρότερη εποχή.

Κουρματζής Θανάσης

Οικονομολόγος / Στατιστικός / Συγγαφέας



Dedicated Cloud Hosting for your business with Joomla ready to go. Launch your online home with CloudAccess.net.