humanact.gr

Η ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ - Μικροϊδιοκτησία - Μικροκαλλιέργεια

E-mail Εκτύπωση PDF
Ευρετήριο Άρθρου
Η ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
Μικροϊδιοκτησία - Μικροκαλλιέργεια
Οι εξελίξεις στη Βιομηχανία
Όλες οι Σελίδες

Μικροϊδιοκτησία - Μικροκαλλιέργεια

Για να κατανοήσει κανείς την ιστορική εξέλιξη του ελληνικού κράτους δεν φθάνει μόνο να μελετήσει τη δομή της μεταπολεμικής περιόδου, ούτε είναι αρκετή η μελέτη της περιόδου από το 1830 και μετά. Επειδή οι οικονομικές και κοινωνικές δομές στη νότιο Ευρώπη εμφανίζουν μεταβολές πολύ αργών ρυθμών που εκτείνονται στο χρονικό μήκος πολλών γενιών, η έρευνα θα πρέπει να φθάσει και στη περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ή τουλάχιστον του μακρόσυρτου σταδίου της διάλυσης της. Και για να κατανοήσει την οθωμανική αυτοκρατορία θα πρέπει πρώτα να γνωρίσει  τις διασταυρούμενες δομές της βυζαντινής περιόδου οι οποίες μεταφέρθηκαν πλήρως – πλην του θρησκευτικού στοιχείου- στις οθωμανικές.

Ένα στοιχείο που έπαιξε βασικό ρόλο στη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους ήταν το γεγονός ότι τελούσε κάτω από οθωμανική κατοχή για δυόμισι αιώνες. Λέω για 2,5 αιώνες και όχι για τέσσερις γιατί η Βενετική κατοχή το 1685 -1715 του Μωριά, άλλαξε τις παραγωγικές σχέσεις στη νότιο Ελλάδα , όπου κατοχυρώθηκε η ατομική ιδιοκτησία γης, η οποία και παρέμεινε και μετά την επανακατάληψη, έως την Επανάσταση. Όσο προβάλλει ο χρόνος διάλυσης του αυτοκρατορικού κράτους τόσο περισσότερο αναπτύσσεται και η ατομική ιδιοκτησία σε βάρος της κρατικής. Η απόκτηση πολιτικής δύναμης μέσω των ατομικών φέουδων, των αγάδων, τους επιτρέπει να εναντιωθούν στη σουλτανική Πύλη και να κηρύξουν ακόμα και την ανεξαρτησία των επαρχιών τους. Παραδείγματα αδιάψευστα αποτελούν περιπτώσεις όπως του Πασβάνογλου ή του Αλή Πασά. Η πορεία συγκρότησης κρατών στη κεντρική Ευρώπη είναι αντίθετης φοράς. Εκεί η διάλυση των φεουδαρχικών σχέσεων αιτιολογεί τη δημιουργία κρατών ενώ στην οθωμανική Ευρώπη η διάλυση του κράτους δημιουργεί φεουδαρχικές / τσιφλικάδικες σχέσεις.

Μετά την επανάσταση η εθνική γη που εγκαταλείπεται από τους οθωμανούς περνάει στο μεγαλύτερο μέρος της στο κράτος αλλά σημαντικά είναι και τα μερίδια που λαμβάνουν οι προύχοντες και οι κοτσαμπάσηδες. Αυτοί επίσης νοικιάζουν τους φόρους από το κράτος και με τις προσόδους μπορούν να αγοράσουν σε πολύ χαμηλές τιμές και πρόσθετη εθνική γη. Ο αγώνας των κλεφτών και των αγροτών αποφέρει λίγα οικονομικά οφέλη σ’ αυτούς, προσωρινού χαρακτήρα, κυρίως μετά την διανομή γης 5 εκ. στρεμμάτων από τον Καποδίστρια, αλλά οι βιοτικές ανάγκες, τους αναγκάζουν να τα πουλήσουν στους πλούσιους κοτσαμπάσηδες και να μετατραπούν σε κολλήγους. Η δεύτερη φάση διανομής εθνικής γης, το 1871, δεν στάθηκε ικανή να διαλύσει τις φεουδαρχικές σχέσεις στην Ελλάδα, κάτι που σήμαινε ταυτόχρονα πως δεν μπορούσαν να εκπληρωθούν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της βιομηχανίας και του καπιταλισμού γενικότερα. Οι σχέσεις μισθωτής εργασίας ήταν υποτυπώδεις. Το 1875 στη «βιομηχανία» απασχολούνταν μόνο 7,300 άτομα, από ένα σύνολο πληθυσμού 2 εκατομμυρίων. Το κράτος κατείχε το μεγαλύτερο μέρος των εθνικών γαιών και ο αγώνας για την κατάληψη του από τα διάφορα προσωπικά «κόμματα» ήταν αδυσώπητος. Τελικά το θέμα αυτό των γαιών λύθηκε το 1922 με την είσοδο 1,5 εκατομμυρίων ελλήνων προσφύγων από τη Μ. Ασία, οι περισσότεροι των οποίων καλλιέργησαν και δέθηκαν με τη γη, στο πλαίσιο σχέσεων μικροιδιοκτησίας / μικροκαλλιέργειας.

Οι προεπαναστατικές φεουδαρχικές σχέσεις συνεχίστηκαν και μετά την Επανάσταση. Σχεδόν για ολόκληρο τον 19ο αιώνα το οικονομικό πεδίο παρέμενε στις ίδιες βάσεις. Το κράτος κατείχε το 75 -80% της γης και το υπόλοιπο ανήκε στους τοπικούς προύχοντες του Μωριά και της Στ. Ελλάδας. Ο Φ. Στρόνγκ, στατιστικός και μέλος της επιτροπής των τριών μεγάλων δυνάμεων, εκείνη την εποχή είχε υπολογίσει ότι 6,1 εκ., στρέμματα καλλιεργήσιμης έκτασης ανήκαν στο κράτος και 2,5 εκ., ήταν ιδιωτική περιουσία. Από την ακαλλιέργητη γη τα 10 εκ., ήταν κρατική περιουσία και τα 3 εκ., ήταν ιδιωτική. Αλλά και ο σαινσιμονιστής Εϊθαλ, μέλος της επιτροπής για την  οικονομία, της Αντιβασιλείας, είχε υπολογίσει πως το 75% της γης ήταν κρατική περιουσία. Και όσο το ελληνικό βασίλειο επεκτεινόταν τόσο και μεγάλωνε η περιουσία του κράτους, διαιωνίζοντας τις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής.

Και ο σκωτσέζος ιστορικός Φίνλευ, που έλαβε μέρος στην Επανάσταση και έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στην Ελλάδα, βεβαιώνει ότι η σουλτανική κρατική γη πέρασε στο ελληνικό κράτος και στην εκκλησία κατά το πλείστον .

Στο πλαίσιο αυτό της φεουδαρχικής παραγωγής ανατολικού τύπου, η οικονομική ζωή των ελλήνων ήταν απλοϊκή, φυσική και αυτάρκης. Τα νοικοκυριά παρήγαγαν όλα τα αναγκαία μέσα για τη ζωή τους, από τα τρόφιμα έως τα υφάσματα και το ρουχισμό. Η οικονομία είχε φυσικό χαρακτήρα και παρήγαγε αξίες χρήσης και όχι ανταλλακτικές αξίες. Όταν υπήρχε από την οικόσιτη παραγωγή ένα μικρό πλεόνασμα τότε αυτό ανταλλάσσονταν στις πανηγύρεις με άλλα είδη, χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος. (τροκ).  Οι πρόσοδοι δεν ήταν χρηματικοί αλλά σε είδος, όπως και οι φόροι που αφορούσαν στην αγροτική παραγωγή. Ο Εϊθαλ, τριάντα χρόνια μετά την Επανάσταση περιγράφει ως εξής την κατάσταση στη Στερεά: « Στη Φθιώτιδα οι χωρικοί ζουν όχι σε σπίτια αλλά σε καλύβια χωρίς δάπεδο…Στη Λιβαδειά, τα σπίτια είναι χτισμένα με ταρσούς και καλάμια.. Στην Θήβα, ακόμη και το έδαφος στο οποίο είναι χτισμένα τα σπίτια είναι Εθνική γη…Οι βοσκές, που στην τουρκοκρατία ήταν κοινοτικές, τώρα είναι κρατική περιουσία. Η γη είναι ακαλλιέργητη και δεν υπάρχει κανένα είδους βιομηχανίας».

Η κατάσταση αυτή η οποία περιγράφεται από όλους τους ιστορικούς της εποχής, παρατείνεται για αρκετές δεκαετίες. Αναρωτιέται κανείς, ψάχνοντας να βρει την αστική τάξη και τις αστυκές συγκεντρώσεις πληθυσμών, πως οι «σημερινοί» ιστορικοί αποδίδουν την Επανάσταση στην αστική εμπορευματική τάξη, και γιατί  ονόμασαν το πρώτο ελληνικό βασιλικό κρατίδιο, αστικό. Το ότι υπήρχαν έμποροι Έλληνες στις παροικίες της Τεργέστης, της Μασσαλίας, της Οδησσού, της Αιγύπτου, της Πόλης, κλπ, και εμπορεύονταν με την οθωμανική αυτοκρατορία, μπορεί να σημαίνει άραγε ότι στο ελληνικό βασίλειο είχαν εγκατασταθεί καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής ή ένας αστικός τρόπος ζωής; Άλλωστε η επίδραση μόνο του εμπορίου δεν είναι ικανή να μετασχηματίσει ένα τρόπο παραγωγής σε έναν άλλο. Απαιτείται αλλαγή των δομών παραγωγής, σχηματισμό αγοράς, μισθωτών σχέσεων, συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής, υπεραξίας προϊόντος, ενχρήματες συναλλαγές, κλπ. Το ότι την εμπορευματική αυτή «τάξη» την ονομάζουν κομπραδόρικη και παρασιτική, δεν λύνει το πρόβλημα, γιατί οι ισχύουσες παραγωγικές σχέσεις στο ελληνικό Κράτος απέτρεπαν τα παροικιακά κεφάλαια να επενδυθούν παραγωγικά, δηλαδή να αποφέρουν κέρδος, φεουδαρχικές καθώς ήταν.

Υπάρχουν όμως και ιστορικοί όπως ο Βαλέτας, (Το προδομένο Εικοσιένα), που αναλύει ορθά τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής. Γράφει: « είναι πλάνη να αποδίδουμε την οργάνωση και διεξαγωγή της ελληνικής Επανάστασης σε μερικούς γραμματισμένους εμπόρους του εξωτερικού.. Η Επανάσταση του 1821 είχε λαϊκό, αγροτικό, εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα. Είναι αγώνας του λαού ενάντια στη ντόπια και τουρκική  φεουδαρχία. Το ’21 η φεουδαρχία δεν έπεσε, δεν έγινε μοίρασμα της γης και έλλειπε η συγκροτημένη ντόπια αστική τάξη». Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και ο Σταυριάνος και ο Πιπινέλης.

Εμπόριο και εξαγωγές σε μεγάλη κλίμακα, εμφανίζονται μόνο κατά τη δεκαετία του 1880, με τη σταφίδα, όπου η ζήτηση των αγγλικών και γαλλικών αγορών είναι μεγάλη, η απότομη πτώση της οποίας θεωρείται ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν στη χρεοκοπία του 1893.

Η προυχοντική τάξη διαπλεκόμενη με το κράτος και ελέγχοντας το, κατάφερε να διατηρήσει ένα σύστημα φεουδαρχίας ανατολικού τύπου έως και τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα.

Εν μέρει η πολιτική του Βενιζέλου και εν όλω ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, έδωσαν ώθηση στη νηπιώδη βιοτεχνική παραγωγή που την ανύψωσαν σε ελαφρώς βιομηχανική, τα εμπορεύματα της οποίας απορροφούσε σε μεγάλες ποσότητες ο στρατός των συμμαχικών δυνάμεων. Πεντακόσιες χιλιάδες και πλέον άνθρωποι είχαν ανάγκες σε ένδυση, σε υπόδηση, σε τρόφιμα, σε στρατιωτικό υλικό, κλπ, το οποίο και προμηθεύονταν από ελληνικές επιχειρήσεις που αν και μικρές φύτρωναν παντού και εξυπηρετούσαν τη ζήτηση.  

Ο παράγοντας αυτός που δημιούργησε μια πρώτη μεταποιητική βάση στην οικονομία όμως δεν ήταν ενδογενής, δεν προέκυψε από διαδικασίες εσωτερικού σχηματισμού κεφαλαίου, με μόνιμες επιπτώσεις στη κοινωνική διαστρωμάτωση. Ήταν εξωγενής και προσωρινός, η ελάττωση ή εξαφάνιση του οποίου, έφερε και την πτώση του βιομηχανικού προϊόντος. 

Μέχρι εδώ, μπορούμε να εξάγουμε δύο θέσεις: Η πρώτη είναι ότι μέχρι το 1922, στον αγροτικό τομέα συνυπήρχαν δύο αντιτιθέμενες οικονομικές καταστάσεις: αυτή των μεγάλων τσιφλικιών και της κρατικής ιδιοκτησίας από τη μια και από την άλλη η μικροϊδιοκτησία / μικροκαλλιέργεια, που μεγάλωνε σε βάρος της πρώτης. Η δεύτερη είναι ότι η σταδιακή επίλυση του Εθνικού ζητήματος, με τη προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 και της Μακεδονίας – Ηπείρου το 1912-13, αύξησε τη δύναμη των τσιφλικάδων αλλά η μικρασιατική κρίση που έφερε στην Ελλάδα 1.5 εκ., έλληνες πρόσφυγες, εξανάγκασε το κράτος να διαλύσει τις μεγάλες ιδιωτικές και δημόσιες ιδιοκτησίες  γης, προσφέροντας μικρά κομμάτια στους ξεριζωμένους για ελάχιστο βιοπορισμό. Η διαδικασία αποφεουδαρχικοποίησης ξεκίνησε όπως είπαμε, το 1871 αλλά η επέκταση των ελληνικών συνόρων σε περιοχές όπου ήταν ισχυρή η δύναμη των κοτσαμπάσηδων/ τσιφλικούχων, απέτρεπε την ολοκλήρωση της και μαζί το σχηματισμό καπιταλιστικών σχέσεων. Ωστόσο το καθεστώς της μικροϊδιοκτησίας φάνηκε ότι ενισχύθηκε από το 1878 έως το 1893, με την παραγωγή και τις εξαγωγές σταφίδας, αλλά μετά την χρεοκοπία, πέρασε σε κρίση επιφέροντας την πτώχευση σε δεκάδες χιλιάδες παραγωγούς και εμπόρους του προϊόντος.

Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1923 για την αποκατάσταση των προσφύγων είχε ριζοσπαστικό χαρακτήρα και η στρατιωτική κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά ήταν αποφασισμένη να τη βαθύνει ακόμα περισσότερο.

Εκείνη την εποχή, γράφει ο Βαρβαρέσος, 5,353,802 καλλιεργήσιμα στρέμματα κρατικής γης και 4 εκ., στρέμματα βοσκές μοιράζονται σε 147,127 οικογένειες προσφύγων και 13 εκα., λίρες στερλίνες δαπανώνται για την αποκατάσταση τους. Επίσης 12.000,000 στρέμ., γης τσιφλικιών κηρύσσονται απαλλοτριωτέα από τα οποία τελικά μοιράζονται τα 8 εκατ., σε περίπου 140.000 οικογένειες γηγενών κολλήγων.

Επί παραδείγματι, στη Θεσσαλία απαλλοτριώνονται 472 τσιφλίκια, στη Στερεά και Εύβοια 253, στη Μακεδονία και Θράκη 471, στην Ήπειρο 471, στη Πελοπόννησο 49, και στα Νησιά 11. Ο συνολικός αριθμός τους ανήλθε στα 1,721 τσιφλίκια.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930 τελικά μοιράσθηκαν 17 εκατ., στρέμματα γης σε 305,000 γηγενείς κολλήγους και σε 1,400,000 άτομα πρόσφυγες.

Με τον τρόπο αυτό εδραιώνεται ο αγροτικός χαρακτήρας της οικονομίας. Όμως αξίζει να τονίσουμε ότι το μέγεθος της καλλιεργήσιμης έκτασης ήταν απελπιστικά μικρό αν συγκριθεί με το βαθμό της παραγωγικότητας. Ο μέσος όρος ανέρχονταν στα 37 στέμματα τα οποία τις περισσότερες φορές ήταν διασπαρμένα σε πολλές περιοχές με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη μείωση της παραγωγικότητας της καλλιέργειας.

Η αγροτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα ήταν η πιο εκτεταμένη και ριζοσπαστική σε ολόκληρη την Ευρώπη γιατί το μεγαλύτερο μέρος της κρατικής γης μοιράστηκε στους έλληνες υπηκόους.

Το ερώτημα που τίθεται για το σύνολο της οικονομίας είναι αν το καθεστώς της μικροκαλλιέργειας κατάφερε να αυξήσει την αγροτική παραγωγή ή επέφερε το αντίθετο αποτέλεσμα.

Οι γνώμες των μελετητών της εποχής αντιπαραβάλλονται. Καραβίδας και Αναγνωστόπουλος θεωρούν ότι το καθεστώς αυτό ήταν «θεσμός κοινωνικώς ατυχής, ηθικώς τραγικός και προήλθε ανωμάλως και επαναστατικώς στην Ελλάδα, ο οποίος μείωσε την αγροτική παραγωγή μετά το 1923». Αντίθετα ο Αλεβιζάτος θεώρησε ότι η πτώση της παραγωγής σιτηρών μετά τη πρώτη φάση εφαρμογής της αγροτικής μεταρρύθμισης, δεν ήταν συνέπεια της, αλλά γενικό φαινόμενο το οποίο εμφανίστηκε και εκεί όπου η μεταρρύθμιση εφαρμόσθηκε ανελλιπώς.

Η αύξηση ή μείωση της παραγωγής δεν εξαρτάται μόνο από έναν θεσμό και μάλιστα νεοπαγή. Οι περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες ήταν έρημες, χωρίς στοιχειώδεις υποδομές, όπως δρόμοι, αρδευτικά έργα, κλπ. Τα εργαλειακά μέσα καλλιέργειας ήταν απαρχαιωμένα και σε πολλές περιπτώσεις έλλειπαν και αυτά. Οι πιστώσεις για βελτιώσεις των σπόρων ή αγοράς μηχανημάτων πενιχρές. Αλλά και οι γενικότερες κοινωνκοπολιτικές συνθήκες εκείνη την εποχή δεν ήταν ευνοϊκές για αποδοτικά οργανωτικά μοντέλα των αγροτών προκειμένου να μειωθεί το κόστος. Όλοι αυτοί οι παράγοντες έπαιξαν το ρόλο τους και προστέθηκαν εμφανώς και καθοριστικώς στις δυσλειτουργίες εφαρμογής του νέου θεσμού.

Για την αντιμετώπιση αυτών των ελλείψεων το ελληνικό κράτος προσέφυγε σε εξωτερικό δανεισμό κατά τα συνήθη. Ο Ανδρεάδης γράφει ότι το εξωτερικό χρέος «το 1921 αντιστοιχούσε στο 11,9% των συνολικών κρατικών δαπανών, το 1922 ανέβηκε στο 12,1%, το 1923 στο 14,6%, το 1924 στο 25%, το 1939 στο 30,4% και το 1927 στο 49%. (Έργα, τομ., 2ος). Σε απόλυτους αριθμούς το εξωτερικό χρέος ήταν, 3,2 εκατ., στερλίνες, 22,9 εκατομ., φράγκα, 2,8 εκατ., δολάρια και 4,2 εκατ., βελγικά φράγκα.



Dedicated Cloud Hosting for your business with Joomla ready to go. Launch your online home with CloudAccess.net.