humanact.gr

Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑΣ ή Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ - Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑΣ ή Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

E-mail Εκτύπωση PDF
Αξιολόγηση Χρήστη: / 0
ΧείριστοΆριστο 
Ευρετήριο Άρθρου
Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑΣ ή Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑΣ ή Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑΣ ή Η ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Όλες οι Σελίδες

Αν υπάρχει κάτι που κάνει μια κατάσταση κρίσης αφόρητη αυτό είναι ο μαζικός πανικός. Οι άνθρωποι βλέποντας ότι έχει χαθεί η κοινωνική ιεραρχία, αποδεκτά αξιολογικά συστήματα και πρότυπα αναφορών, βλέποντας δηλαδή ότι δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να θεωρηθεί σταθερή πηγή άντλησης ή αναπαράστασης αξιών, προσπαθούν να περιφράξουν τον ατομικό τους χώρο, στεγανά πολλές φορές, θεωρώντας όλους τους άλλους είτε εχθρούς είτε ευκαιρίες χρηματικής εκμετάλλευσης. Ένας από τους βασικούς παράγοντες που διασπείρουν το μαζικό πανικό είναι οι αντιφατικές, κατασκευασμένες και εκφοβιστικές πληροφορίες που εκπορεύονται από τα λεγόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Το πιο σημαντικό λάθος όμως που διαπράττεται, είναι ότι οι άνθρωποι κατά μαζικό τρόπο αποδίδουν την υφιστάμενη κρίση στη βούληση και μόνο, ενός μικρού αριθμού άλλων ανθρώπων, που συμβαίνει να συνιστούν τον πολιτικό κόσμο και ιδιαίτερα αυτούς που έχουν ασκήσει ή που ασκούν κατά άδικο και λαθεμένο τρόπο την εξουσία. Ότι καθοριστικό ρόλο παίζουν οι νόμοι της ιστορικής εξέλιξης, τα στάδια συγκρότησης του ελληνικού κοινωνικού χώρου, ο τρόπος «εντοίχισης» των εγχώριων  οικονομικών δομών στις διεθνείς, οι ενδογενείς αντιφάσεις του διεθνούς συστήματος, η πολιτική αγωγή του νέο-Έλληνα από την οποία προκύπτουν και οι πολιτικές επιλογές του, οι πολιτικές ηγεσίες του ιστορικού παρελθόντος, ακόμα και αυτές οι πολιτικές και κοινωνικές παραδόσεις, δηλαδή ό,τι ονομάζεται «αντικειμενικές συνθήκες» ή «αντικειμενικός παράγοντας», ελάχιστα σταθμίζεται ως προϋποθετικό κριτήριο για εκφορά ορθολογικών κρίσεων και επομένως ανάλογων πράξεων. Εφ’ όσον οι ατομικές επιλογές των πολιτικών που εκπορεύτηκαν από τη βούληση τους και τις επιθυμίες τους, μας οδήγησαν στη κατάσταση της σημερινής κρίσης, μια άλλη πολιτική βούληση με διαφορετική ποιότητα, θα είναι ικανή να αντιμετωπίσει τη κρίση. Αυτού του είδους ο ανθρώπινος βολονταρισμός, έκφραση ακραίου ιδεαλισμού, έχει εξοβελισθεί προ πολλού, ως εργαλείο ιστορικής ερμηνείας, από τη φαρέτρα των ιστορικών των κρίσεων. Οι εξωτερικές περιστάσεις έχουν τη δική τους «γλώσσα», τη δική τους «πολιτική», τις οποίες τις περισσότερες φορές επιβάλλουν στη πολιτική των ανθρώπων. Δεν ισχυρίζομαι ότι οι άνθρωποι είναι οι μαριονέτες των εξωτερικών περιστάσεων, οι άκριτοι εντολοδόχοι τους, αλλά η επίδραση τους επ’ αυτών μπορεί να είναι μόνο οριακή και μόνο μακροπρόθεσμη. Ποτέ δεν θα μπορούσε ο Λένιν να πετύχει την Οκτωβριανή επανάσταση, όσο και αν το ήθελε, αν δεν το επέτρεπαν οι περιστάσεις, δηλαδή ο ακραίος τσαρικός αυταρχισμός, η επανάσταση των Δεκεμβριστών το 1824 και εκείνη του 1905. Ούτε και η παλινόρθωση του ancient regime, θα μπορούσε να επιτευχθεί αν δεν την επέβαλλαν οι περιστάσεις δηλαδή ο εκφυλισμός της Γαλλικής Επανάστασης.  Ούτε και η προτεσταντική μεταρρύθμιση αν δεν υπήρχαν οι εκφυλιστικές περιστάσεις του παπικού καθολικισμού.

Με όλα αυτά θέλω να πω, πως οι άνθρωποι που λαμβάνουν τις αποφάσεις, σε κάθε επίπεδο του κοινωνικού χώρου, ήτοι οι ποικιλόχρωμες ελίτ, δεν απολαμβάνουν πλήρη ελευθερία επιλογών, απεριόριστους βαθμούς ελευθερίας, αλλά το κάνουν εντός ενός συστήματος περιορισμών και καταναγκασμών, ελαχίστων περιθωρίων, που μάλλον μηδενίζονται όταν μιλάμε για περιόδους συστημικών κρίσεων. Η ιστορική κίνηση διέπεται από νόμους τους οποίους πολλοί στοχαστές αφιέρωσαν και τη ζωή τους στη προσπάθεια τους να τους διαγνώσουν. Και τώρα φθάσαμε σε ένα σημείο όπου ο άνθρωπος γνωρίζει πως πρέπει να λογαριάζει τον εαυτό του και τα δημιουργήματα του ως προϊόντα της ολοποιούσας ιστορικής κίνησης και όχι συγκυριακά και αποσπασματικά. Πως το παρών έχει ως αίτιο το παρελθόν που πτυχώνεται μέσα στη καθημερινότητα.

Η ελληνική κοινωνία υπό την έννοια της ιστορικής συνέχειας και του πολιτισμικού κεφαλαίου, βρίσκεται πάνω από τη σημερινή εποχή, πάνω από τους σημερινούς ανθρώπους, πολιτικούς και πολίτες, τους οποίους κατά ένα απρόσωπο τρόπο, μπορεί να τους επηρεάσει και να τους καθορίσει. Οι Έλληνες ποτέ μετά το 1821, δεν είχαμε αποδώσει υπόληψη σ’ αυτό που ονομάστηκε ελληνικό κράτος. Τόσο γιατί στην αρχή, ήταν πολύ μικρό και μάλιστα παραχωρημένο, για να «στεγάσει» το μεγαλείο του ελληνισμού στο Αιγαίο, τη Μεσόγειο και τις παραδουνάβιες περιοχές, όσο και γιατί αυτό, το κράτος, ήταν πάντα το λεηλατημένο λάφυρο των «πολιτικών» φατριών που ανταγωνίζονταν θανάσιμα μεταξύ τους, για την ιδιοποίηση των προσόδων που προέρχονταν από τις αγροτικές εκτάσεις. Οι Μαυρομιχαλαίοι, οι ρουμελιώτικες ληστοπαρέες του περίφημου Κυριάκου, και άλλα «χρήσιμα» κοινωνικά στοιχεία, βρίσκονταν πάντα κάτω από τις εντολές των πολιτικών του 19ου αιώνα, όπως του Κωλέτη για παράδειγμα και των κοτσαμπάσιδων, που ως παρακράτος το συναντάμε και πολύ αργότερα, και λυμαίνονταν τις νέες αγροτικές εκτάσεις που προέκυπταν από τις σταδιακές επεκτάσεις των ελληνικών συνόρων.

Έχει δίκιο ο Στέλιος Ράμφος, όταν επισημαίνει πως οι Έλληνες έχουμε δώσει μεγαλύτερη στοργή και αγάπη στην κοινότητα, στην οικογένεια, στην ιστορική καταγωγή και στην εντοπιότητα ενώ ταυτόχρονα περιφρονήσαμε αυτό που ονομάστηκε σύγχρονο κράτος. Και τούτο γιατί, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, το κράτος ποτέ δεν κατάφερε να οργανωθεί έτσι ώστε να αποστασιοποιηθεί από τα επιμέρους συμφέροντα ορισμένων μερίδων του πληθυσμού και να φροντίσει για τη κοινωνική ευημερία του συνόλου. Ο ρόλος του ήταν τραγικά άδικος και αντικοινωνικός. Δεν απέδιδε μόνο τις εθνικές γαιοπροσόδους, τον ορυκτό και θαλάσσιο πλούτο, σε μικρές ομάδες ευνοουμένων αλλά μέσω μιας αιματηρής φορολογίας μείωνε συνεχώς κι’ αυτά τα πενιχρά λαϊκά εισοδήματα. Το μοντέλο αυτό ήταν ασφαλώς μια εκδοχή του ανατολικού δεσποτισμού και το οποίο καμία σχέση δεν είχε με το φιλελεύθερο δυτικό κράτος που οικοδομήθηκε μετά την απολυταρχία.

Δεν είναι πλήρης ιστορικά αυτή η ερμηνεία αν δεν λάβει υπ’ όψιν της τον τρόπο εθνικής ολοκλήρωσης του ελληνικού χώρου. Οι διεθνείς περιστάσεις έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Το πρώτο μικρό ελληνικό βασίλειο επεκτάθηκε το 1881 με τη προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας. Λίγο πριν είχε προσαρτηθεί η Ιόνιος Πολιτεία. Οι κρητικές επαναστάσεις επέφεραν και πάλι την επέκταση των συνόρων και ο λαμπρός μακεδονικός αγώνας προσάρτησε τη βόρειο Ελλάδα. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το 1949, προσαρτήθηκαν και τα Δωδεκάνησα. Η πορεία ολοκλήρωσης, που ασφαλώς δεν ήταν επιλογή ούτε των πολιτικών ούτε των πολιτών, των ελληνικών συνόρων, ήταν αποτέλεσμα του διεθνούς συσχετισμού των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Διήρκησε πάνω από 120 χρόνια, όσο πουθενά αλλού, και κάθε νέα επέκταση αύξανε τις αγροτικές κρατικές εκτάσεις, που ένα μικρό μέρος τους τεμαχίζονταν σε μικρούς κλήρους και αποδίδονταν στους Έλληνες ακτήμονες αλλά το μεγαλύτερο μέρος το ιδιοποιούνταν μέσω του κράτους οι κάστες των προυχόντων. Το καθεστώς της μικροκαλλιέργειας / μικροιδιοκτησίας που οικοδομήθηκε δεν ήταν ποτέ ισχυρό ώστε να ανατρέψει τις βάσεις που στήριζαν το πανίσχυρο κράτος. Αντίθετα η κατάσταση αυτή θεωρήθηκε εντελώς φυσική και τα λαϊκά στρώματα έφθασαν να πιστεύουν πως η ευημερία τους περνά μέσα από τις καλές σχέσεις που όφειλαν να έχουν με τους κρατικούς μηχανισμούς και τους εκπροσώπους τους. Αλλά ούτε και η πολιτική εμφάνιση της «αριστεράς» πρόσφερε μια στρατηγική κρατικής αμφισβήτησης και ενίσχυσης της κοινωνίας των πολιτών. Η κυρίαρχη στρατηγική της ήταν η κατάληψη με κάθε μέσο των κρατικών μηχανισμών και η καθυπόταξη τους στις δικές της επιλογές. 



Dedicated Cloud Hosting for your business with Joomla ready to go. Launch your online home with CloudAccess.net.