ΝΕΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ

Εκτύπωση

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

ΕΘΝΟΣ / ΚΡΑΤΟΣ – ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΓΟΡΑ

Η πτώση του τοίχους του Βερολίνου και εκείνη της Σ. Ένωσης, είκοσι σχεδόν χρόνια πριν, συνείργησαν ώστε να δημιουργηθούν νέες παγκόσμιες πραγματικότητες τόσο στους οικονομικούς χώρους όσο και στις γεωπολιτικές ισορροπίες.  Πίσω από αυτές τις εξελίξεις βρίσκονται ασφαλώς οι συντελεστές στην τεχνολογία και στις επιδιώξεις των μεγάλων διεθνικών εταιριών που επεδίωξαν και πέτυχαν την κατάργηση των οικονομικών συνόρων και την απελευθέρωση των κεφαλαίων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Ο κόσμος μετατράπηκε σε παγκόσμιο χωριό. Όσοι δεν αντιλήφθηκαν έγκαιρα τη νέα κατάσταση, επιχειρήσεις και κράτη, βιώνουν στις ημέρες μας υποβάθμιση στη παγκόσμια σκηνή και παρατεταμένες κρίσεις.

Τα παρών άρθρο είναι γραμμένο το 2007,  αναλύει και περιγράφει τις αλλαγές στη παγκόσμια διάθρθρωση του συστήματος. Οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα και γενικότερα ο πολιτικός κόσμος, αγνόησαν τις υποχρεώσεις που τους έθετε η νέα κατάσταση με αποτέλεσμα την έξαρση της τρομακτικής σημερινής κρίσης. Αντίθετα, πολλές άλλες χώρες,  όπως αυτές των BRICs, εκμεταλλεύτηκαν τις νέες ευκαιρίες και προέβησαν στις αναγκαίες προσαρμογές, απολαμβάνοντας σήμερα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Πολλές χώρες της Ε. Ένωσης δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν και αν δεν το κάνουν έστω και τώρα απειλείται με κατάρευση η ίδια η ευρωζώνη.

«Ο κόσμος είναι επίπεδος» υποστήριξε στο ομότιτλο βιβλίο του ο Thomas L. Friedman (2005). Αυτό που εννοούσε στην πραγματικότητα είναι ότι ο κόσμος έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό προσβάσιμος σε όλους, με τις αποστάσεις και τα εμπόδια στις επικοινωνίες και τις μεταφορές να έχουν ελαχιστοποιηθεί ή εξαφανισθεί. Σε αυτό τον, σε μεγάλο βαθμό, «ενιαίο» κόσμο οι πολιτικοοικονομικές συνθήκες που ευνοούσαν την απομόνωση, τον προστατευτισμό και τον άκρατο (πολλές φορές) κρατισμό των επιμέρους ανεξαρτήτων κρατών-εθνών έχουν ουσιαστικά εξαφανισθεί. Από τον ανταγωνισμό μεταξύ των χωρών περάσαμε γρήγορα στον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και σήμερα έχουμε εισέλθει σε μία περίοδο στην οποία κερδίζει συνεχώς έδαφος ο ανταγωνισμός και η συνεργασία μεταξύ των ίδιων των εργαζομένων σε παγκόσμιο επίπεδο. Ποτέ μέχρι σήμερα τόσοι πολλοί άνθρωποι από όλα τα μέρη και τις περιοχές του κόσμου δεν είχαν τη δυνατότητα να συνεργάζονται και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους σε καθεστώς ελευθερίας, ακόμη και σε πραγματικό χρόνο (on line), σε τόσα πολλά είδη εργασίας και μάλιστα με όρους ουσιαστικής ισοτιμίας ευκαιριών και προοπτικών ευημερίας.

Ο ανταγωνισμός και η συνεργασία λαμβάνουν σήμερα χώρα σε ένα οικονομικό-κοινωνικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται: α) Από το υψηλό επίπεδο αναπτύξεως των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των τηλεπικοινωνιών που οδήγησαν στην εκρηκτική ανάπτυξη, διάδοση και χρήση των κινητών τηλεφώνων και του διαδικτύου (και ιδιαίτερα του γρήγορου Internet) από το κύριο μέρος του ενεργού πληθυσμού σε κάθε χώρα. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε ευρεία χρήση του ηλεκτρονικού εμπορίου, της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και της διασυνδέσεως των διαφόρων τμημάτων των επιχειρήσεων και οργανισμών, των επιχειρήσεων μεταξύ τους και των επιχειρήσεων με τους καταναλωτές, στην ανάπτυξη δυνατοτήτων εκπαιδεύσεως και εργασίας από απόσταση, κ.ά. Το ήδη υψηλού επιπέδου και δυναμικότητας και ραγδαία αναπτυσσόμενο λογισμικό επιτρέπει τη δυνατότητα τηλεδιασκέψεων και λειτουργικών συστημάτων διοικήσεως των επιχειρήσεων με παγκόσμια εμβέλεια. Συστημάτων που επιβάλλουν την εκ βάθρων αναδιάρθρωση των επιχειρηματικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων και των κυβερνητικών υπηρεσιών σε όλους τους τομείς. Συστημάτων και λογισμικού που συνεπάγονται την εκ βάθρων αναδιάρθρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων, των προτιμήσεων και των επιλογών των νοικοκυριών-καταναλωτών, ανασκευάζοντας τις καμπύλες ζητήσεως αγαθών και υπηρεσιών που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις. β) Από την ουσιαστικά πλήρη απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών και κεφαλαίων, με ταυτόχρονη επέκταση της εφαρμογής κοινών κανόνων και διαδικασιών για την εξασφάλιση της προστασίας του καταναλωτή και του περιβάλλοντος. γ) Από την δυνατότητα ταχείας μετακινήσεως κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο με στόχο την υψηλότερη απόδοση, από την εξαιρετικά αυξημένη δυνατότητα επιλογής του τόπου εγκαταστάσεως των επιχειρήσεων ή συγκεκριμένων δραστηριοτήτων τους, καθώς και από τη μεγαλύτερη κινητικότητα των επιχειρήσεων από χώρα σε χώρα. δ) Από τη σημαντικά αυξημένη δυνατότητα μετακινήσεως των εργαζομένων από χώρα σε χώρα και από περιοχή σε περιοχή, δυνατότητα που λαμβάνει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις σε πλήρως ενοποιημένες αγορές, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μέσω του Internet και των ενιαίων αγορών αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούμε, συναλλασσόμαστε, επενδύουμε, σπουδάζουμε και, γενικά, ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο. Ολοκληρώνεται δε η διαδικασία του εκδημοκρατισμού της τεχνολογίας, της πληροφορήσεως και των ευκαιριών οικονομικής ανόδου και ευημερίας για το σύνολο του πληθυσμού της Γης.

Με τον δραστικό περιορισμό των αποστάσεων, του απομονωτισμού, του προστατευτισμού και του εκτεταμένου κρατισμού, εξαφανίζονται σταδιακά και οι βασικές αιτίες της υποαναπτύξεως μεγάλων περιοχών του Πλανήτη. Χώρες με συνολικό πληθυσμό άνω των 3 δισεκ. κατοίκων, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, η Ν. Κορέα και, γενικότερα, η Λατινική Αμερική, η ΝΑ Ασία και η Κεντρική και ΝΑ Ευρώπη εισήλθαν για πρώτη φορά σε πραγματική διαδικασία αναπτύξεως και ανταγωνίζονται με ίσους (ή/και προνομιακούς) όρους τις ανεπτυγμένες χώρες. Τα τελευταία δέκα έτη έχει σημειωθεί η μεγαλύτερη ανακατανομή του παγκόσμιου πλούτου υπέρ των αναπτυσσόμενων οικονομιών στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αρκεί να σημειωθεί ότι η Κίνα, αναπτυσσόμενη με ρυθμό 11% κατ’ έτος, ήδη ξεπέρασε τη Γερμανία και έγινε η 3η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, μετά τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Ότι η Ινδία, η Ν. Κορέα, η Σιγκαπούρη και άλλες χώρες της ΝΑ Ασίας και της Λ. Αμερικής που ταλανίζονταν από τεράστια ελλείμματα στα ισοζύγια πληρωμών τους στο παρελθόν, σήμερα σημειώνουν σημαντικά πλεονάσματα με κύρια ελλειμματική χώρα τις ΗΠΑ. Ότι τα συναλλαγματικά διαθέσιμα μόνο της Κίνας, της Ινδίας και της Ν. Κορέας ανέρχονται ήδη στα $ 2,3 τρις, δηλαδή στο 20% περίπου του ΑΕΠ των ΗΠΑ, ενώ αναμένεται να πλησιάσουν τα $ 3,0 τρις στο τέλος του 2008. Οι θεωρίες που υποστηρίζουν ότι η παγκοσμιοποίηση ήταν κάτι που επέβαλαν οι ΗΠΑ στον κόσμο έτσι ώστε να εξυπηρετήσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα, καταρρέουν. Εκείνοι που στην πραγματικότητα επωφελήθηκαν είναι πρωτίστως οι αναπτυσσόμενες οικονομίες που μέχρι πριν από μερικά έτη ήταν καθηλωμένες από τον κρατισμό και τον υπερβολικό απομονωτισμό και προστατευτισμό.

 


 

Και βέβαια, βρισκόμαστε ακόμη στα αρχικά στάδια της παγκοσμιοποιήσεως. Στο εσωτερικό πολλών οικονομιών η διείσδυση της νέας εποχής αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες. Η ταχεία ανάπτυξη στις μεγάλες οικονομίες όπως η Κίνα και η Ινδία λαμβάνει χώρα κυρίως στις αναπτυγμένες παραθαλάσσιες περιοχές αυτών των χωρών, ενώ στην ενδοχώρα τους ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού επωφελείται ελάχιστα μέχρι σήμερα από τις ευκαιρίες που προσφέρει η ανάπτυξη. Επίσης, οι διάφορες αναχρονιστικές νοοτροπίες που αναπτύχθηκαν σε πολλές χώρες στη σύγχρονη μεταπολεμική περίοδο, εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να θέτουν εμπόδια στις προσπάθειες αυτών των χωρών να ξεφύγουν από τη μιζέρια και να αναγνωρίσουν τις μεγάλες ευκαιρίες που τους προσφέρει ο νέος κόσμος. Νοοτροπίες αυτής της λογικής είναι, π.χ., οι ακόλουθες: α) Το να εξακολουθούμε να αναμένουμε τα πάντα (απασχόληση, εκπαίδευση, υγεία, σύνταξη, συγκοινωνίες, καθαριότητα, διασκέδαση, αποζημίωση και προφύλαξη από τις πλημμύρες, τις πυρκαϊές και τους σεισμούς, καθαρές παραλίες και καταπράσινα πάρκα, κ.ά.) από το κράτος, πιστεύοντας μάλιστα ότι αυτά μας παρέχονται «δωρεάν» ενώ τα πληρώνουμε με το παραπάνω. β) Το να επιδιώκουμε οτιδήποτε, όχι επειδή το δικαιούμαστε και το αξίζουμε ή επειδή πληρώνουμε για αυτό, αλλά επειδή έχουμε τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση που μπορεί να μας το εξασφαλίσει. γ) Το να επιδιώκουμε την εξίσωση του μισθού μας με εκείνον του πλούσιου γείτονα ή με εκείνον των ανεπτυγμένων κρατών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ), αδιαφορώντας για το ότι οι διαφορές στους μισθούς δεν είναι αυθαίρετες αλλά ενσωματώνουν διαφορές στην αξιολόγηση και την παραγωγικότητα των εργαζομένων, καθώς και στην παραγωγική δυναμικότητα των οικονομιών σε χρήσιμα προϊόντα και υπηρεσίες. Όμως, παρά τον λανθάνοντα κρατισμό και τις αγκυλώσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν, τίποτε δεν μπορεί τώρα να αντιστρέψει το γεγονός ότι εκατοντάδες εκατομμύρια κόσμου στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, που ζούσαν στην ανέχεια και στην πείνα πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, σήμερα απολαμβάνουν σημαντικά αυξημένα αγαθά και εισοδήματα στα πλαίσια του ενιαίου κόσμου.

Γενικά, οι εξελίξεις «κλειδιά» της εποχής μας που εξαφανίζουν τις αποστάσεις και τα πάσης φύσεως εμπόδια στο παγκόσμιο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών και συμβάλλουν στην παγκοσμιοποίηση είναι οι ακόλουθες:

α) Οι εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις στην λειτουργία των οικονομιών που έλαβαν χώρα στο Ην. Βασίλειο από το 1979 και στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1980 που σηματοδότησαν την έναρξη της νέας εποχής των αποκρατικοποιήσεων και του δραστικού περιορισμού της παρεμβατικότητας της οικονομικής πολιτικής, με ουσιαστική ενίσχυση των μηχανισμών της αγοράς. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές επεκτάθηκαν ταχέως σε όλες τις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες οικονομίες και συνέβαλαν στην έξοδό τους από το φάσμα του στασιμοπληθωρισμού, στο οποίο είχαν οδηγηθεί με το σύστημα των κεντρικά ελεγχόμενων οικονομιών που εφήρμοζαν στην προηγούμενη μεταπολεμική περίοδο. Οδήγησαν δε στην εντυπωσιακή αναπτυξιακή πορεία της παγκόσμιας οικονομίας στις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Ορόσημο, βέβαια, αποτελεί και η μετατροπή των κεντρικά κατευθυνόμενων σοσιαλιστικών οικονομιών σε οικονομίες αγοράς και το άνοιγμά τους στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, με έναρξη αυτής της διαδικασίας το 1989, με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Η διαδικασία της παγκοσμιοποιήσεως επιταχύνθηκε στη δεκαετία του 1990, με τη σταδιακή εξυγίανση και ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία των πρώην σοσιαλιστικών χωρών και με την ουσιαστική απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών σε όλες τις περιοχές του κόσμου. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 άρχισε το άνοιγμα της Ινδίας και άλλων αναδυόμενων αγορών στον παγκόσμιο ανταγωνισμό με απελευθέρωση των οικονομιών αυτών των χωρών από τον εκτεταμένο κρατικό παρεμβατισμό, ενώ από 1.1.2001 πραγματοποιήθηκε η ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ).

β) Η επικέντρωση της μακροοικονομικής πολιτικής στην εξασφάλιση της νομισματικής και συναλλαγματικής σταθερότητας, με ταυτόχρονη πλήρη απελευθέρωση των διεθνών ροών κεφαλαίων, ανάπτυξη των παγκόσμιων αγορών χρήματος, συναλλάγματος και ομολόγων και ενίσχυση της τάσεως ενοποιήσεως των κεφαλαιαγορών σε παγκόσμιο επίπεδο. Στα ανωτέρω συνέβαλε η εκρηκτική ανάπτυξη και σύγκλιση των τεχνολογιών των τηλεπικοινωνιών και της πληροφορικής που με τη σειρά τους συνέβαλαν στη δημιουργία και ανάπτυξη του διαδικτύου και των διατραπεζικών συστημάτων πληρωμών και διαπραγματεύσεως ομολόγων και μετοχών με παγκόσμια εμβέλεια, που αποτελούν σήμερα τους βασικούς μηχανισμούς λειτουργίας των παγκόσμιων αγορών και του ενιαίου κόσμου.

γ) Η ταχεία ανάπτυξη της μικρο και νανοτεχνολογίας, της ψηφιακής τεχνολογίας, των μικρο-επεξεργαστών και των ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ), των τηλεπικοινωνιακών εταιριών αναπτύξεως δορυφορικών συνδέσεων και δικτύων οπτικών ινών τόσο στην κάθε χώρα όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Δημιουργήθηκε έτσι η υποδομή για την ανάπτυξη των εταιριών του διαδικτύου (dot.com) και των τεχνολογιών του γρήγορου Internet (κυρίως του ADSL) που παρέχουν σήμερα εξαιρετικά μεγάλες ταχύτητες λήψεως και μεταβιβάσεως δεδομένων, με αποκορύφωμα την ταχεία ανάπτυξη στην τρέχουσα περίοδο των ευρυζωνικών συνδέσεων μέσω δικτύων οπτικών ινών που φθάνουν μέχρι την κατοικία του χρήστη (συνδέσεις fiber to the home ή, FTTH). Η ταχεία αύξηση των ηλεκτρονικών διασυνδέσεων μεταξύ χωρών, επιχειρήσεων και ατόμων συνέβαλε στην ανάπτυξη των παγκόσμιων αγορών αγαθών και υπηρεσιών, χρήματος, συναλλάγματος, ομολόγων και μετοχών και αποτελεί το βασικό μηχανισμό ενοποιήσεως των αγορών και των ίδιων των κοινωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στις ανωτέρω νέες συνθήκες λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας:

Τα άτομα ως εργαζόμενοι (εξειδικευμένοι ή ανειδίκευτοι, διοικητικά στελέχη ή κατώτερο προσωπικό, δημόσιοι ή ιδιωτικοί υπάλληλοι, πολιτικοί μηχανικοί ή απλοί οικοδόμοι, ιατροί ή νοσηλευτικό προσωπικό, δημοσιογράφοι ή σχολιαστές, δάσκαλοι ή καθηγητές πανεπιστημίου) ή ως καταναλωτές, ευρίσκονται όλο και περισσότερο στο επίκεντρο της συνεργασίας και του ανταγωνισμού. Οι κοινωνίες που επωφελούνται από τις ευκαιρίες που προσφέρονται στον σημερινό κόσμο είναι εκείνες των οποίων οι πολίτες – εργαζόμενοι έχουν ως κύριο στόχο τη δημιουργία αξίας, δηλαδή να παράγουν-προσφέρουν προϊόντα (αγαθά και υπηρεσίες) που είναι χρήσιμα ώστε τα χρηματοοικονομικά οφέλη από αυτή τη δραστηριότητα να έρχονται ως φυσικό αποτέλεσμα των προσπαθειών τους. Αντίθετα, οι κοινωνίες που μένουν πίσω είναι εκείνες στις οποίες οι εργαζόμενοι, παρακινούμενοι από τα ισχύοντα συνδικαλιστικά και πολιτικά συστήματα, φαίνεται να επιδιώκουν πρωτίστως την εξασφάλιση μιας θέσεως εργασίας στην οποία να ισχύει η μονιμότητα της απασχολήσεως ανεξαρτήτως αναγκαιότητας (αξιολογήσεως, αποδόσεως), και στη συνέχεια τη μεγιστοποίηση των αυξήσεων των αποδοχών τους ανεξαρτήτως της αξίας που δημιουργούν. Για παράδειγμα, πως μπορεί να δικαιολογηθεί η αύξηση κατά 26 χιλ. άτομα, στα 503 χιλ. άτομα, του προσωπικού του ελληνικού Δημοσίου στην περίοδο Ιουλίου 2005-Ιουνίου 2007, δηλαδή σε μία περίοδο που υποτίθεται ότι το Δημόσιο αφενός συρρικνώνεται και αφετέρου μηχανοργανώνεται με γρήγορο ρυθμό;

Οι επιχειρήσεις από την πλευρά τους διαθέτουν σήμερα αυξημένες δυνατότητες για να αποφασίσουν τον τόπο εγκαταστάσεως των παραγωγικών δραστηριοτήτων τους, λαμβάνοντας υπόψη τη διαθεσιμότητα και το κόστος των συντελεστών της παραγωγής και ιδιαίτερα της εργασίας (εξειδικευμένης και ανειδίκευτης), αλλά και της φορολογικής επιβαρύνσεώς τους σε κάθε περιοχή, ανεξαρτήτως του τόπου εγκαταστάσεως της κεντρικής διοικήσεως της επιχειρήσεως. Οι κοινωνίες που επωφελούνται από τις ευκαιρίες αναπτύξεως στον σημερινό ενιαίο κόσμο είναι εκείνες που κατανοούν την σπουδαιότητα της δημιουργίας ενός οικονομικού περιβάλλοντος κατάλληλου για την προσέλκυση επενδύσεων από εγχώριες και ξένες επιχειρήσεις ιδιαίτερα στους τομείς που η κάθε χώρα κατέχει ουσιαστικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Αντιθέτως, οι κοινωνίες που βλέπουν τις παραγωγικές επιχειρήσεις να τις εγκαταλείπουν και την ανεργία (και μάλιστα τη μακροχρόνια ανεργία και την ανεργία των νέων) να αυξάνεται επικίνδυνα, είναι εκείνες που θεωρούν ότι μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν στον νέο κόσμο: α) με ανύπαρκτη ελαστικότητα στην αγορά εργασίας τους και με αυξήσεις μισθών πολύ υψηλότερες από τις αντίστοιχες αυξήσεις στις ανταγωνίστριες χώρες και μάλιστα σε περιόδους μεγάλης ανατιμήσεως του εγχώριου νομίσματος, β) με ένα μεγάλο αριθμό επαγγελματικών τάξεων που εξακολουθούν να λειτουργούν ως κλειστά επαγγέλματα, προστατευμένα από τον ανταγωνισμό, παρά τον έντονο ανταγωνισμό που αντιμετωπίζουν ήδη οι κλάδοι της οικονομίας που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα, και γ) με Σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπου το κράτος, μέσω πολυάριθμων επιμέρους Ταμείων, αναλαμβάνει δυσβάστακτες συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις για τα επόμενα έτη (που προκύπτουν από την εφαρμογή εξωπραγματικών παραμέτρων προσδιορισμού των εισφορών και παροχών του συστήματος και την ταχεία γήρανση του πληθυσμού), χωρίς ουσιαστικές συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις.


 

«Θερμοκήπια» προστατευτισμού κλειστών επαγγελμάτων, αρτηριοσκληρωτικές αγορές εργασίας, εκτεταμένες κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία και μη βιώσιμα συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, μπορεί να εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη σε πολλές χώρες και να συμβάλλουν στην επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών τους και του ισοζυγίου των εξωτερικών πληρωμών τους. Αλλά οδηγούν νομοτελειακά σε επιβράδυνση της αναπτύξεως της οικονομίας και ενίοτε σε οικονομικές διαταραχές που επιβάλλουν τελικά τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Τα παραδείγματα χωρών όπως αυτές της ΝΑ Ασίας, της Ρωσίας και της Λατινικής Αμερικής στη δεκαετία του 1990 και της Πορτογαλίας και της Ουγγαρίας στη δεκαετία του 2000 είναι χαρακτηριστικά. Το ερώτημα είναι εάν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές στο νέο περιβάλλον θα πραγματοποιηθούν έγκαιρα στην περίοδο κατά την οποία η οικονομία της χώρας αναπτύσσεται ικανοποιητικά ή εάν θα επιβληθούν εκ των πραγμάτων σε μία περίοδο που η οικονομία αντιμετωπίζει προβλήματα ανεπαρκούς αναπτυξιακής δυναμικής, εξαιτίας της μακροχρόνιας απώλειας ανταγωνιστικότητας ή/και των γενικότερων μακροοικονομικών ανισορροπιών. Στη δεύτερη περίπτωση, εκτός του ότι θα έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστική αναβάθμιση, το κόστος της προσαρμογής είναι κατά κανόνα σημαντικά υψηλότερο[1].

Στη συνέχεια της παρούσας μελέτης αναλύονται εκτενέστερα οι εξελίξεις που οδήγησαν στη διαμόρφωση του σημερινού ενιαίου κόσμου και οι επιπτώσεις τους για την πολιτική και την ανάπτυξη των επιμέρους χωρών.

Εξελίξεις που οδήγησαν στη δημιουργία του νέου παγκόσμιου συστήματος.

Η πτώση των τειχών του προστατευτισμού και του κρατισμού

Η μετατροπή, από το 1989, των χωρών της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, της Κίνας και άλλων πρώην σοσιαλιστικών χωρών σε οικονομίες αγοράς και το άνοιγμά τους στον διεθνή ανταγωνισμό, συνδυάσθηκε με την πτώση των τειχών του προστατευτισμού και του εκτεταμένου κρατισμού σχεδόν στο σύνολο των ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ειδικότερα, οι εξελίξεις μετά το 1989 άνοιξαν τον δρόμο για τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως από την ΕΕ-15 στην ΕΕ-27 και για τη δημιουργία της Ζώνης του Ευρώ στην οποία συμμετέχουν σήμερα 15 χώρες και ευελπιστούν να ενταχθούν οι περισσότερες από τις νέες χώρες της ΕΕ-27. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχει πλήρης ελευθερία συναλλαγών αγαθών και υπηρεσιών και κινήσεων κεφαλαίων και σημαντική ελευθερία στην μετακίνηση εργαζομένων κατά μήκος μίας περιοχής, η οποία στο παρελθόν ήταν χωρισμένη με αξεπέραστα οικονομικά και πολιτικά εμπόδια. Επίσης, στη Ζώνη του Ευρώ λειτουργούν ενιαίες αγορές χρήματος, συναλλάγματος και κρατικών ομολόγων, ενώ σε προχωρημένο στάδιο ευρίσκονται οι διαδικασίες ενοποιήσεως των χρηματιστηριακών αγορών και των αγορών επιχειρηματικών ομολόγων. Η ενιαία αγορά στην ΕΕ-27 συμπεριλαμβάνει επίσης την υιοθέτηση κοινών προτύπων και ελάχιστων ποιοτικών προδιαγραφών για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που εξασφαλίζουν την συγκρισιμότητα των προϊόντων σε όλες τις χώρες και συμβάλλουν στην αποτελεσματική προστασία του καταναλωτή και του περιβάλλοντος. Επίσης, σε παγκόσμιο επίπεδο υιοθετούνται σήμερα κοινά πρότυπα για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να λειτουργούν οι οικονομίες και το χρηματοοικονομικό σύστημα και να καταρτίζονται οι οικονομικές καταστάσεις των επιχειρήσεων (International Financial Reporting Standards ή, IFRS).

Η διαφάνεια έγινε η λέξη «κλειδί» για τη λειτουργία των οικονομιών και των επιχειρήσεων σε όλο τον κόσμο. Έτσι, ενισχύθηκε η ελεύθερη διακίνηση των προϊόντων (αγαθών και υπηρεσιών), των κεφαλαίων και των ίδιων των επιχειρήσεων (μέσω των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων) και η μετάδοση των βέλτιστων πρακτικών και τεχνολογιών στην παραγωγή και τη διακίνηση των αγαθών, αφού πλέον μπορούσε να υιοθετηθεί από όλους οποιοδήποτε οικονομικό ή τεχνολογικό πρότυπο που είχε αποδείξει την αξία του στην παγκόσμια «σκηνή», ελεύθερα και ταχύτερα.

Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι το άνοιγμα των πρώην σοσιαλιστικών χωρών στον παγκόσμιο ανταγωνισμό απελευθέρωσε την τεράστια εργατική δύναμη και ενέργεια δισεκατομμυρίων ανθρώπων που ήταν εγκλωβισμένοι σε κλειστές οικονομίες όπως η πρώην Σοβιετική Ένωση και οι άλλες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία κ.ά. Ένα σημαντικό μέρος αυτής της εργατικής δυνάμεως (ιδιαίτερα εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού) προσπάθησε αρχικά να μεταναστεύσει στις ανεπτυγμένες χώρες δημιουργώντας νέες συνθήκες ανταγωνισμού σε αυτές. Στη συνέχεια, όμως, δημιουργήθηκαν συνθήκες που ευνοούν τη μετεγκατάσταση των επιχειρήσεων από τις ανεπτυγμένες χώρες υψηλού κόστους στις χώρες με αυξημένο εργατικό δυναμικό χαμηλού κόστους, ενώ σε άλλες περιπτώσεις επιλέγεται η πρακτική της εξωτερικής αναθέσεως (outsourcing) σημαντικών δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων που λειτουργούν στις ανεπτυγμένες χώρες σε συνδεδεμένες ή θυγατρικές επιχειρήσεις στις χώρες χαμηλού κόστους. Στις εξελίξεις αυτές συνέβαλαν η ανάπτυξη των αναγκαίων υποδομών στις αναπτυσσόμενες οικονομίες και η επιτάχυνση της τεχνολογικής προόδου στους τομείς των μεταφορών, των τηλεπικοινωνιών και ιδιαίτερα του γρήγορου Internet, που εκμηδένισαν τις αποστάσεις και επέτρεψαν την αύξηση της διασυνδεσιμότητας (connectivity) παγκοσμίως.

Ειδικότερα, η ένταξη της Κίνας στον ΠΟΕ οδήγησε σε ταχεία αύξηση των καθαρών εισροών ΞΑΕ στη χώρα αυτή που έφθασαν τα $ 78,1 δις το 2006 (Διάγραμμα 1) και κατευθύνονται σχεδόν στο σύνολό τους σε τομείς που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα. Στους ίδιους τομείς κατευθύνονται και οι εγχώριες επενδύσεις, που ανέρχονται τα τελευταία έτη στο 42% του ΑΕΠ της Κίνας ενώ η εγχώρια κατανάλωση δεν ξεπερνά το 38% του ΑΕΠ. Η συνεπαγόμενη διόγκωση της ανταγωνιστικής (λόγω και του υποτιμημένου Renminbi) παραγωγικής δυναμικότητας στην Κίνα οδήγησε στη ραγδαία αύξηση των εξαγωγών της προς τον υπόλοιπο κόσμο (Διάγραμμα 2). Ήδη οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της Κίνας ξεπέρασαν τα $ 1.566 δις το 2006 φθάνοντας το 39,2% του ΑΕΠ της χώρας, έναντι μόνο 22,4% του ΑΕΠ που αποτελούν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της Ελλάδος. Αξιοσημείωτη είναι επίσης και η αύξηση των εξαγωγών της Ινδίας (Διάγραμμα 3) που συμπεριλαμβάνει σε μεγάλη έκταση εξαγωγές λογισμικού και προσφοράς υπηρεσιών outsourcing. Ήδη οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της Ινδίας ανέρχονται στο 22,0% του ΑΕΠ, δηλαδή, στο ίδιο ποσοστό περίπου με αυτό της Ελλάδος.

Η ανάπτυξη του διαδικτύου (Internet)

Το δεύτερο ορόσημο στη δημιουργία του «ενιαίου κόσμου» και των ενιαίων παγκόσμιων αγορών ήταν η ταχεία ανάπτυξη των εταιριών του διαδικτύου, των τηλεπικοινωνιακών εταιριών αναπτύξεως δορυφορικών συνδέσεων και των δικτύων οπτικών ινών και τελικά η ανάπτυξη των τεχνολογιών του γρήγορου Internet (Digital Subscriber Lines ή, DSL και των FTTH), με άντληση μεγάλων ποσών κεφαλαίων από τις κεφαλαιαγορές στην περίοδο 1995-2001. Η ανάπτυξη αυτή οδήγησε:

Στην ανάληψη εκτεταμένων επενδύσεων για την ταχεία εξάπλωση των δικτύων οπτικών ινών σε όλο τον κόσμο, καθώς και για την ανάπτυξη των δορυφορικών συνδέσεων, εξασφαλίζοντας αποτελεσματική και αποδοτική τηλεπικοινωνιακή διασύνδεση (μέσω broadband) σε όλες τις χώρες του κόσμου. Τα δίκτυα αυτά έδωσαν τη δυνατότητα για την ανάπτυξη του διαδικτύου, κυρίως μέσω των τεχνολογιών DSL. Ειδικότερα, η σύνδεση ADSL (Asymmetric DSL) χρησιμοποιεί το κανονικό τηλεφωνικό δίκτυο, αλλά προσφέρει συνεχή ψηφιακή σύνδεση του χρήστη στο διαδίκτυο και παρέχει πολύ μεγάλη ταχύτητα κατά τη λήψη (downloading) και ικανοποιητική (αλλά όχι εξ ίσου μεγάλη) ταχύτητα για την αποστολή (uploading) δεδομένων. Τα πλεονεκτήματα του ADSL σε σχέση με την προηγούμενη αναλογική (dial up) σύνδεση ήταν εξαιρετικά μεγάλα και συνέβαλαν στη ραγδαία εξάπλωση της χρήσεως του διαδικτύου. Οι ταχύτητες που προσφέρονται ήδη στην Ελλάδα (μέσω του ADSL2+), σε σημαντικά μειωμένο κόστος, ανέρχονται έως και τα 24 MBps, ενώ μέχρι πριν από δύο έτη δεν ξεπερνούσαν τα 2 MBps με πολύ υψηλότερο κόστος. Στις ανεπτυγμένες χώρες αναπτύσσονται τώρα ταχέως τα δίκτυα οπτικών ινών που φθάνουν μέχρι την κατοικία των χρηστών (FTTH) των υπηρεσιών (διαδίκτυο, τηλεόραση, video on demand, επικοινωνίες, κ.ά.). Τα νέα δίκτυα παρέχουν πολύ υψηλότερες ταχύτητες λήψεως και αποστολής δεδομένων, που συνήθως ξεπερνούν τα 100 MBps και σε κάποιες περιπτώσεις τα 1.000 MBps.

Στην ανάπτυξη των τεχνολογιών του διαδικτύου και των ηλεκτρονικών υπολογιστών και, ειδικότερα: α) Των λειτουργικών συστημάτων των Η/Υ που έχουν τώρα γίνει σε μεγάλο βαθμό συμβατά με τα συστήματα που χρησιμοποιούνται στο διαδίκτυο. β) Την περαιτέρω ανάπτυξη των μηχανισμών πλοηγήσεως και αναζητήσεως στο διαδίκτυο (Internet Explorer, Google, Yahoo, κ.ά.) αλλά και μίας οικογένειας εφαρμογών τα οποία δημιουργούν νέους αγωγούς και νέα πρωτόκολλα μεταδόσεως και διασφαλίζουν ότι οι λογισμικές εφαρμογές και τα προγράμματα των διαφόρων χρηστών (π.χ. των διαφόρων τμημάτων και διευθύνσεων μίας επιχειρήσεως) συνδέονται μεταξύ τους εξασφαλίζοντας ομαλή on line ροή εργασιών (SAP, Oracle, κ.ά.). γ) Την εφαρμογή ανοιχτών πρωτοκόλλων επικοινωνίας στο διαδίκτυο και λογισμικού ελεύθερης χρήσεως που δίδουν τη δυνατότητα επικοινωνίας και ελεύθερης χρήσεως του διαδικτύου στους ιδιώτες, τις επιχειρήσεις και τους επιστήμονες σε όλο τον κόσμο ανεξάρτητα από το λειτουργικό σύστημα που χρησιμοποιούν. Ο βαθμός διασυνδεσιμότητας (connectivity) έχει φθάσει σήμερα σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, όπως φαίνεται, για παράδειγμα, από το ότι μπορεί να επιτευχθεί η ενσωμάτωση μέσα στο γνωστό περιβάλλον των εφαρμογών του λογισμικού Office του συνόλου των εφαρμογών επικοινωνίας (Unified Communications) που χρησιμοποιούν οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς.

Η λέξη «κλειδί» για την ανάπτυξη των ανωτέρω είναι η «ψηφιοποίηση». Ψηφιοποίηση είναι η διαδικασία με την οποία λέξεις, αριθμητικά δεδομένα, κείμενα, έγγραφα, αρχεία, γεωμετρικά σχήματα, εικόνες, μουσική, φωτογραφίες, κινηματογραφικές ταινίες, κ.ά., μετατρέπονται σε ψηφία (bits), 0 ή 1, και σε μονάδες μετρήσεως ψηφίων bytes (1 byte = 8 bits) ώστε να είναι δυνατή η ανάγνωση και η διαχείρισή τους με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, η αποθήκευσή τους σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων και η μετάδοσή τους μέσω δορυφόρου ή μέσω καλωδίων οπτικών ινών. Η ανάπτυξη των ανωτέρω τεχνολογιών έκανε δυνατή την ανάπτυξη του διαδικτύου και του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e-mail) και από εκεί και πέρα την ψηφιοποίηση εγγράφων, βιβλίων, φωτογραφιών, κινηματογραφικών ταινιών, την ανάπτυξη ηλεκτρονικών βιβλιοθηκών τεράστιας εμβέλειας, την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου, των ηλεκτρονικών (on line) χρηματοοικονομικών-τραπεζικών συναλλαγών, των ηλεκτρονικών πανεπιστημίων και της δια βίου εκπαιδεύσεως από απόσταση, της εργασίας από απόσταση, κ.ά.

Για να γίνει κατανοητή η σημασία των ανωτέρω στη λειτουργία των σύγχρονων οικονομιών αρκεί να σημειωθούν τα ακόλουθα: Πρώτον, στην εποχή που τα ελληνικά πανεπιστήμια ασχολούνται με τον τρόπο με τον οποίο θα διανείμουν «δωρεάν» το μοναδικό σύγγραμμα για κάθε μάθημα (που μπορεί να έχει εκδοθεί στη δεκαετία του 1980), ένας σύγχρονος σπουδαστής που χρησιμοποιεί το διαδίκτυο μπορεί: α) Να γράψει, π.χ., τη λέξη «natural monopolies» στη μηχανή αναζητήσεως Yahoo και να λάβει 1,87 εκατ. εξηγήσεις, άρθρα, βιβλία, κ.λπ. σχετικά με το θέμα αυτό. Ακόμη και εάν γράψει τη λέξη στα Ελληνικά, θα λάβει άνω των 1.500 απαντήσεων. β) Να έχει πρόσβαση on line σε όλες τις παραδόσεις των καθηγητών του και σε σχετικά άρθρα που του προτείνουν για κάθε ώρα μαθήματος και για κάθε θέμα που διδάσκεται. γ) Να έχει πρόσβαση σε πολλές βιβλιοθήκες (ακόμη και on line) για οποιοδήποτε βιβλίο ή επιστημονικό περιοδικό του χρειάζεται. δ) Να έχει πρόσβαση σε όλες τις βάσεις δεδομένων και πληροφοριών που αφορούν το κάθε μάθημα. ε) Να έχει αποθηκευμένα στο iPod του πάνω από 500 βιβλία για να τα ακούει στον περίπατό του, κ.ά. στ) Να σπουδάσει, και μάλιστα από απόσταση, σε πανεπιστήμια που κατατάσσονται στις διεθνείς αξιολογήσεις σε πολύ καλύτερες θέσεις από τα ελληνικά. Δεύτερον, ο σύγχρονος πολίτης μπορεί να πραγματοποιεί τις τραπεζικές- χρηματιστηριακές του συναλλαγές από το σπίτι μέσω του διαδικτύου και να μεταφέρει κεφάλαια, να πραγματοποιεί πληρωμές και αγοραπωλησίες ομολόγων και μετοχών από όλο τον κόσμο, 24 ώρες το 24ωρο. Τρίτον, ο καταναλωτής μπορεί να αγοράσει ακόμη και το αυτοκίνητό του μέσω του διαδικτύου, με μεγάλες δυνατότητες πληροφορήσεως για τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και για σύγκριση τιμών, ενώ οι μεγάλες ανεφοδιαστικές αλυσίδες έχουν αλλάξει εκ βάθρων τη διαδικασία των προμηθειών και διαχειρίσεως των αποθεμάτων των επιχειρήσεων, με σημαντικές οικονομίες κόστους και κέρδη σε αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα. Τέταρτον, ο εργαζόμενος μπορεί να εργασθεί χωρίς καν να χρειάζεται να απομακρυνθεί από το σπίτι του, ενώ οι επιχειρήσεις αναπτύσσουν συστήματα εξωτερικής αναθέσεως (outsourcing) σημαντικών κατηγοριών εργασιών τους με μεγάλη εξοικονόμηση κόστους και δυνατότητα δημιουργίας αξίας για τους μετόχους τους. Γενικά, τα προϊόντα κάθε κατηγορίας μετατρέπονται ταχύτατα σε τυποποιημένα εμπορεύματα στον σύγχρονο κόσμο, που αντιμετωπίζουν τον ανταγωνισμό σε παγκόσμιο επίπεδο και μάλιστα on line.

Τα ανωτέρω εξηγούν το γιατί ο βαθμός διεισδύσεως του Internet αποτελεί ένδειξη της ανταγωνιστικότητας των χωρών στην ενιαία παγκόσμια οικονομία. Στην Ελλάδα ο βαθμός διεισδύσεως του ADSL (Διάγραμμα 4) είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με 6,8 γραμμές ανά 100 κατοίκους τον Ιούλιο 2007, αλλά αναπτύσσεται ταχύτατα, αφού μόνο τον Ιούλιο 2007 εγκαταστάθηκαν περίπου 80.000 συνδέσεις ADSL. Στο τέλος του 2004, 2005 και 2006 αντιστοιχούσαν στην Ελλάδα μόλις 0,2, 1,4 και 2,6 γραμμές ADSL αντιστοίχως ανά 100 κατοίκους. Επομένως, η πρόοδος που σημειώθηκε στην περίοδο Ιουλίου 2006 – Ιουνίου 2007 ήταν σημαντική. Σήμερα προσφέρονται ευρέως και στην Ελλάδα συνδέσεις με πολύ υψηλές ταχύτητες (έως και 24 MBps), ενώ το κόστος για τους χρήστες έχει μειωθεί σε επίπεδα συγκρίσιμα με αυτά των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

Η ταχεία πρόοδος στον τομέα συνεχίζεται, με κύριο εμπόδιο στην περαιτέρω επέκταση των συνδέσεων την σχετικά περιορισμένη εξοικείωση των πολιτών με τη χρήση του διαδικτύου. Πάντως, υπάρχει μεγάλη ανάγκη για σημαντικές επενδύσεις στην εγκατάσταση σύγχρονων δικτύων οπτικών ινών σε όλη τη χώρα με στόχο τη δημιουργία των προϋποθέσεων για την αποτελεσματική ανάπτυξη και του FTTH.

Σε πολύ υψηλότερα επίπεδα κυμαίνεται η διείσδυση του γρήγορου Internet στις χώρες της ΝΑ Ασίας, όπου στο τέλος του 2005 οι συνδρομητές ανά 100 κατοίκους ανέρχονταν σε 17,5% στην Ιαπωνία, 25,2% στη Ν. Κορέα, 15,7% στην Σιγκαπούρη και 2,9% στην Κίνα (40 εκατ. συνδρομητές), έναντι 1,4% στην Ελλάδα. Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος αυτών των συνδέσεων είναι FTTH. Έτσι, τον Ιούλιο 2007 οι συνδέσεις FTTH έφθαναν στο 21,2% στο Hong Kong, στο 19,6% στη Ν. Κορέα, στο 16,3% στην Ιαπωνία, στο 7,7% στη Σουηδία, στο 2,9% στη Δανία, στο 2,5% στη Νορβηγία και στο 1,4% στις ΗΠΑ (2% τον Οκτώβριο 2007).

Γενικά, η διασυνδεσιμότητα των οικονομικών μονάδων σε παγκόσμιο επίπεδο έχει φθάσει σήμερα σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, ενώ η ανάπτυξή της συνεχίζεται ακόμη με πολύ γρήγορο ρυθμό.

Επιπτώσεις των ανωτέρω εξελίξεων στις επιμέρους οικονομίες

Η εισαγωγή προϊόντων από χώρες χαμηλού κόστους. Η κατάργηση των πάσης φύσεως εμποδίων στις εισαγωγές όλων των κατηγοριών προϊόντων (συμπεριλαμβανομένων σταδιακά και των αγροτικών και των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, ιδιαίτερα μετά το 2005) από χώρες χαμηλού κόστους εκτοπίζουν την εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα σε πολλούς κλάδους στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Για παράδειγμα, οι δείκτες παραγωγής κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ετοίμων ενδυμάτων στην Ελλάδα μειώθηκαν από το 100 το 2004 στο 54,5 και 67,6 αντίστοιχα το 2007, με την πτώση να γίνεται ιδιαίτερα μεγάλη μετά την πλήρη απελευθέρωση της παγκόσμιας αγοράς κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων από 1.1.2005. Πολλές επιχειρήσεις στους κλάδους αυτούς τέθηκαν εκτός λειτουργίας, ενώ άλλες μετέφεραν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες κυρίως στις γειτονικές χώρες χαμηλού κόστους. Επιπλέον, η ελληνική αγορά κατακλύζεται τα τελευταία έτη από ξένα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα που παράγονται και στην Ελλάδα, και μάλιστα από προϊόντα στην παραγωγή των οποίων η Ελλάδα κατέχει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Όμως, ο κατακερματισμός της παραγωγής στη χώρα μας και η αδυναμία επιχειρηματικής λειτουργίας του αγροτικού τομέα (δηλαδή αναλήψεως από τον ίδιο τον παραγωγό της ευθύνης για παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων που θα απολαμβάνουν ικανοποιητικής ζητήσεως από τους εγχώριους και τους ξένους καταναλωτές) συνεπάγονται τον εκτοπισμό των ελληνικών προϊόντων από τις αγορές ή την παραγωγή με μη ανταγωνιστικό κόστος. Τότε οι Έλληνες παραγωγοί διαμαρτύρονται επειδή οι τιμές που επιτυγχάνουν δεν καλύπτουν το κόστος τους, παρά τις επιδοτήσεις που συνεχίζουν να απολαμβάνουν και τις συνεχείς ρυθμίσεις δανείων από την Αγροτική Τράπεζα. Το ερώτημα είναι σε ποιόν διαμαρτύρονται. Εάν τα προϊόντα τους είναι υψηλής ποιότητας και προσφέρονται σε ικανοποιητικές τιμές οι καταναλωτές τα προτιμούν αναμφισβήτητα, αφού όλοι οι Έλληνες θεωρούν τα ντόπια γεωργικά προϊόντα καλύτερα από τα ξένα. Εάν οι μεσάζοντες απολαμβάνουν το μεγαλύτερο κέρδος, όπως υποστηρίζεται, γιατί οι παραγωγοί δεν οργανώνονται καλύτερα ώστε να πωλούν οι ίδιοι τα προϊόντα τους στους τελικούς καταναλωτές;

Η δημιουργία ενιαίων αγορών με πολιτικές εντατικοποιήσεως του ανταγωνισμού έχουν προχωρήσει αποφασιστικά και στους τομείς των υπηρεσιών και ιδιαίτερα στο χρηματοοικονομικό σύστημα, τις τηλεπικοινωνίες και σε διάφορα ελεύθερα επαγγέλματα με συνέπεια να γίνεται λόγος για τις επιπτώσεις από την είσοδο υδραυλικών ή ηλεκτρολόγων από χώρες χαμηλού κόστους, όπως η Πολωνία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία, στις ανεπτυγμένες χώρες. Πάντως, η πρόοδος που σημειώνεται στην απελευθέρωση του τομέα της ενέργειας, των κλειστών επαγγελμάτων και σε άλλους τομείς είναι σταδιακή με τάσεις προστατευτισμού να εμφανίζονται ακόμη σε πολλές χώρες στους τομείς αυτούς και ιδιαίτερα στην Ελλάδα.

Η εισροή εργαζομένων από χώρες χαμηλού κόστους εργασίας. Το μηνιαίο κόστος εργασίας (συμπεριλαμβανομένων και των εισφορών στα Ταμεία Κοινωνικής Ασφαλίσεως) διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα (Διάγραμμα 5). Σημειώνεται ότι το μέσο μηνιαίο κόστος εργασίας στην Κίνα και την Ινδία είναι λίγο χαμηλότερο από το αντίστοιχο κόστος στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Οι αγορές των χωρών με υψηλούς εργατικούς μισθούς και ικανοποιητικές συνθήκες εργασίας προσελκύουν εργαζόμενους από χώρες χαμηλών αμοιβών και με περιορισμένες δυνατότητες αξιοπρεπούς απασχολήσεως. Οι εργαζόμενοι αυτοί είναι διατεθειμένοι να εργασθούν με πολύ χαμηλότερους μισθούς από τους εγχώριους εργαζόμενους και θα το έκαναν αυτό νομίμως, εάν οι εργασιακοί νόμοι το επέτρεπαν.

Όμως, στην Ελλάδα κανένας εργαζόμενος δεν μπορεί να προσληφθεί νομίμως με μισθό κατώτερο από τον σχετικά υψηλό κατώτατο μισθό και χωρίς να πληρώνει τις ασφαλιστικές εισφορές στο ΙΚΑ. Παρόλα αυτά, άνω του 1 εκατ. μετανάστες από τις γειτονικές χώρες (και όχι μόνο) εισήλθαν την τελευταία δεκαετία στη χώρα μας. Οι απαγορευτικές διατάξεις της εγχώριας εργατικής νομοθεσίας παραμερίζονται και οι περισσότεροι από αυτούς προσλαμβάνονται και εργάζονται συνήθως σε ένα καθεστώς ανασφάλιστης εργασίας για πολλά έτη. Σε περιόδους που οι έλεγχοι εντείνονται, τότε οι παρανόμως εργαζόμενοι ή δηλώνουν την απασχόλησή τους, εάν δεν κινδυνεύουν πια να την χάσουν λόγω του ότι ο μισθός τους έχει ήδη ανέλθει στα επίπεδα του κατώτατου μισθού, ή αναγκάζονται να φύγουν από την Ελλάδα (τις περισσότερες φορές προσωρινά), εάν οι εργοδότες τους δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν το κόστος του μισθού και των εισφορών. Στην πρώτη περίπτωση οι εργαζόμενοι εγγράφονται και στο ΙΚΑ από το οποίο απαιτούν πλήρη σύνταξη στο 65ο έτος της ηλικίας τους με σημαντικά μειωμένα έτη εισφορών. Στη δεύτερη περίπτωση επιδεινώνουν την ανταγωνιστική θέση των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονταν, πολλές από τις οποίες αναγκάζονται να διακόψουν τη λειτουργία τους αφήνοντας άνεργους και τους υπόλοιπους Έλληνες εργαζόμενους. Σε πολλές περιπτώσεις οι επιχειρήσεις μεταφέρουν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες σε κάποια από τις γειτονικές χώρες χαμηλού κόστους. Έτσι, αντί να έρχεται εδώ εργατικό δυναμικό, φεύγουν από την Ελλάδα οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Αντί για εξαγωγές προϊόντων, έχουμε αυξημένες εισαγωγές στην Ελλάδα των προϊόντων που παράγονται στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης από ελληνικές επιχειρήσεις.

Σημειώνεται ότι η εισροή εργαζομένων από το εξωτερικό αποτελούσε μία καλή ευκαιρία για την Ελλάδα να αντιμετωπίσει το μεγάλο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που είχαν οι γειτονικές χώρες χαμηλού κόστους εργασίας. Η ευκαιρία αυτή χάθηκε όταν πια δεν ήταν δυνατή η απασχόληση ξένων εργαζομένων στη χώρα μας με κόστος χαμηλότερο από αυτό των εγχώριων εργαζομένων.

Οι εξαγωγές επιχειρήσεων (off-shoring), δηλαδή η μεταφορά σημαντικών παραγωγικών μονάδων μίας επιχειρήσεως σε χώρες χαμηλού κόστους, είτε μέσω εξαγοράς αντίστοιχων παραγωγικών μονάδων στις χώρες επιλογής, είτε μέσω αυτόνομων ΞΑΕ. Για παράδειγμα, μία επιχείρηση κλείνει εργοστασιακές της μονάδες που ήταν εγκατεστημένες στην Ελλάδα και τις μετακομίζει ως έχουν, ή εγκαθιδρύει άλλες μονάδες, στη Βουλγαρία ή άλλη γειτονική χώρα, όπου παράγει τα ίδια προϊόντα με τις ίδιες ή παρόμοιες μεθόδους παραγωγής. Η διαφορά έγκειται στο ότι στη Βουλγαρία: α) το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος είναι χαμηλότερο (Διάγραμμα 5), β) η ευελιξία της αγοράς εργασίας είναι μεγαλύτερη, γ) η φορολογική επιβάρυνση της επιχειρήσεως και των στελεχών της είναι χαμηλότερη, δ) η διαθεσιμότητα κατάλληλων οικοπέδων και η δυνατότητα οικοδομήσεως σε αυτά είναι μεγαλύτερη, κ.ά. Τα ανωτέρω αντισταθμίζουν κάποια σημαντικά πλεονεκτήματα της Ελλάδος, όπως, π.χ., η καλύτερη οικονομική και κοινωνική υποδομή, η καλύτερη ποιότητα ζωής, η συμμετοχή στη ΖτΕ, κ.ά.

Η έννοια της ανταγωνιστικότητας των χωρών εξακολουθεί να είναι νοητή στον βαθμό που σε διάφορες χώρες το ισχύον οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον ευνοεί λιγότερο ή περισσότερο την προσέλκυση επενδύσεων από εγχώριες ή ξένες επιχειρήσεις, σε μεγάλο βαθμό με ευθύνη του κράτους. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και η φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων και των ιδιωτών αποτελούν βασικά στοιχεία που εξετάζονται από τις επιχειρήσεις προκειμένου να αποφασίσουν τον τόπο εγκαταστάσεως των παραγωγικών τους δραστηριοτήτων. Όμως, βασικός παράγων για την ανταγωνιστικότητα μίας χώρας στον ενιαίο κόσμο είναι η αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του κρατικού της μηχανισμού. Είναι, δηλαδή: α) ο βαθμός στον οποίο τα δικαιώματα εμπράγματης και πνευματικής ιδιοκτησίας είναι σαφώς προσδιορισμένα και προστατεύονται αποτελεσματικά από το κράτος και τους θεσμούς της χώρας, β) η αποτελεσματικότητα λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και της κυβερνητικής γραφειοκρατίας της χώρας, γ) ο βαθμός προστασίας των θεσμών λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς και οικονομίας και η αποτελεσματικότητα της δικαστικής λειτουργίας στην απονομή της δικαιοσύνης και στη δικαστική επίλυση οικονομικών διαφορών, κ.ά. Γενικά, τα εμπόδια στην άμεση εγκατάσταση επιχειρήσεων στις περισσότερες χώρες έχουν σήμερα ελαχιστοποιηθεί και οι δυνατότητες επιλογών τους είναι σημαντικά διευρυμένες. Έτσι, οι επιχειρήσεις επιλέγουν προσεκτικά τις χώρες εγκαταστάσεώς τους με στόχο την ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής και διανομής των προϊόντων τους. Η ελκυστικότητα του θεσμικού-οργανωτικού-οικονομικού πλαισίου λειτουργίας των διαφόρων οικονομιών παγκοσμίως στις ΞΑΕ εκτιμάται από διεθνείς οργανισμούς, με κυριότερους το World Economic Forum (WEF) και το IMD.

Σύμφωνα με το WEF (2007-2008), ο δείκτης ανταγωνιστικότητας της Ελλάδος ήταν στο 4,08 και κατατάσσεται στην 65η θέση ανάμεσα σε 131 χώρες, χαμηλότερα από την Τουρκία (53η), Πορτογαλία (40η), Ισπανία (29η), Ταϊλάνδη (28η), Τσεχία (33η), Σλοβακία (41η), Ουγγαρία (47η), κ.ά. (Διάγραμμα 6). Προκύπτει ότι η Ελλάδα δεν είναι καλά τοποθετημένη για την προσέλκυση επενδύσεων από εγχώριες ή ξένες επιχειρήσεις σε σύγκριση με τις ανταγωνίστριες χώρες. Πάντως, η Ελλάδα ευρίσκεται σε καλύτερη θέση από τις γειτονικές Βαλκανικές χώρες, όπως η Ρουμανία (74η), η Βουλγαρία (79η), η Σερβία (91η), η FYROM (94η) και η Αλβανία (109η). Παρόλα αυτά χάνει επιχειρηματικές επενδύσεις από αυτές τις χώρες, λόγω κυρίως του εξαιρετικά χαμηλού κόστους εργασίας τους και της χαμηλής φορολογικής επιβαρύνσεως που προσφέρουν σε αυτούς που επενδύουν στην επικράτειά τους[2]. Έτσι, η διαπίστωση της μελέτης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ σύμφωνα με την οποία 3.000 ελληνικές επιχειρήσεις μετεγκατέστησαν παραγωγικές τους μονάδες στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης, κατά την περίοδο 2003-2006, με συνέπεια την απώλεια περίπου 60 χιλ. θέσεων εργασίας στην Ελλάδα, είναι εύλογη. Στο ενιαίο κόσμο και οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να επιλέξουν τον πιο πρόσφορο για αυτές τόπο εγκαταστάσεως. Εάν επέλεγαν να μείνουν στην Ελλάδα θα είχαν κλείσει όχι μόνο τα εργοστάσιά τους αλλά και τα κεντρικά τους καταστήματα. Τότε πιθανότατα θα χάνονταν 90 χιλ. θέσεις εργασίας αντί των 60 χιλ. που χάθηκαν σήμερα.

Επίσης, η Κίνα κατατάσσεται στην 34η θέση στην κατάταξη του WEF, χαμηλότερα από πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες. Ωστόσο, εξακολουθεί να αποτελεί πόλο έλξεως μεγάλου όγκου ΞAE, όπως προαναφέρθηκε, λόγω: α) Του εξαιρετικά χαμηλού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, το οποίο, επιπλέον, έχει περαιτέρω πτωτική τάση τα τελευταία έτη. Αυτό οφείλεται αφενός στο ότι η αύξηση των εγχώριων μισθολογικών αμοιβών υπολείπεται του υψηλού ρυθμού αυξήσεως της παραγωγικότητας και αφετέρου, στο ότι σημειώνεται συνεχής υποτίμηση του Renminbi που είναι προσδεμένo στο υποτιμώμενο Δολάριο. β) Της έντονης προσπάθειας της Κίνας να αντιμετωπίσει και να βελτιώσει τα ανταγωνιστικά της μειονεκτήματα, με αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση στην κατάταξή της από την 54η θέση το 2006 στην 34η θέση το 2007 στον δείκτη ανταγωνιστικότητας του WEF.

Η εξωτερική ανάθεση (outsourcing) ολόκληρων διευθύνσεων και λειτουργιών επιχειρήσεων των αναπτυγμένων οικονομιών σε χώρες χαμηλού κόστους και αυξημένης προσφοράς εξειδικευμένης και ανειδίκευτης εργασίας. Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται ήδη σε μία μεγάλη σειρά επαγγελμάτων και υπηρεσιών. Οι εργασίες που ανατίθενται εξωτερικά είναι κυρίως: α) η από τηλεφώνου εξυπηρέτηση πελατών, β) η τεχνική υποστήριξη για τη διόρθωση βλαβών Η/Υ και άλλων διαρκών καταναλωτικών αγαθών, γ) η έρευνα και ανάπτυξη (π.χ., για τη σχεδίαση και ανάπτυξη λογισμικού, για την ανάπτυξη φαρμακευτικών προϊόντων, κ.ά.), δ) ο διακανονισμός των πληρωμών πιστωτικών/χρεωστικών καρτών, η παρακολούθηση της εξυπηρετήσεως τραπεζικών δανείων προς ιδιώτες και επιχειρήσεις, η συμπλήρωση φορολογικών δηλώσεων, η καταγραφή ιατρικών γνωματεύσεων με βάση ιατρικές εξετάσεις που έχουν γίνει, κ.ά., ε) η παραγωγή μερών διαφόρων διαρκών καταναλωτικών αγαθών από επιχειρήσεις που λειτουργούν σε χώρες χαμηλού κόστους, κ.ά. Η ανάπτυξη του outsourcing στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στην εκπληκτική ανάπτυξη του διαδικτύου και στην επίτευξη υψηλού βαθμού διασυνδεσιμότητας μεταξύ των χωρών προσφοράς υπηρεσιών outsourcing και των χωρών στις οποίες υπάρχει αυξανόμενη ζήτηση για συναφείς υπηρεσίες.

Όλες οι μεγάλες βιομηχανίες αυτοκινήτων στον κόσμο καταφεύγουν σε χώρες χαμηλού κόστους για την παραγωγή ενός μεγάλου μέρους των εξαρτημάτων των παραγομένων αυτοκινήτων. Για παράδειγμα, από τη General Motors Corp. αναφέρθηκε πρόσφατα ότι οι αγορές εξαρτημάτων για τα αυτοκίνητά της από επιχειρήσεις στην Κίνα, που ήδη ανέρχονται σε 20 εκατ. εξαρτήματα το μήνα, αναμένεται να αυξάνουν κατά 25% ετησίως τα επόμενα τρία έτη. Επίσης, και οι άλλες βιομηχανίες αυτοκινήτων προμηθεύονται εξαρτήματα από επιχειρήσεις στην Κίνα ή άλλες χώρες χαμηλού κόστους. Τέλος, η εξωτερική ανάθεση εργασιών λαμβάνει χώρα και σε βασικούς τομείς της παραγωγής όπως στους τομείς παραγωγής ενδυμάτων και υποδημάτων (façon) και στους τομείς παραγωγής εξαρτημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλων προϊόντων.

Πάντως, η πιο σημαντική χώρα προσφοράς υπηρεσιών outsourcing είναι η Ινδία όπου, εκτός των άλλων, ακμάζει με εντυπωσιακούς ρυθμούς ο κλάδος υψηλής τεχνολογίας. Εντούτοις, νέες χώρες με αναπτυσσόμενες οικονομίες και σταθερές κυβερνήσεις όπως η Β. Ιρλανδία, το Μεξικό, η Καραϊβική, η Ταϊβάν, οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αλλά και η Κίνα και η Ρωσία κερδίζουν έδαφος αφού διαθέτουν σε αφθονία μορφωμένο και εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό το οποίο ομιλεί την Αγγλική και απασχολείται με σχετικά χαμηλούς μισθούς. Η επέκταση του outsourcing ανέστρεψε τη ροή του επιστημονικού δυναμικού και του εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού των αναπτυσσόμενων χωρών προς τις αναπτυγμένες χώρες, επιτρέποντας, π.χ., σε χιλιάδες Ινδούς εξειδικευμένους στον τομέα της πληροφορικής να παραμείνουν στη χώρα τους και να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους στην παραγωγή λογισμικού, τεχνικής υποστηρίξεως και παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών μέσω του διαδικτύου, για λογαριασμό εταιριών κυρίως των ΗΠΑ. Χωρίς τη δυνατότητα προσελκύσεως εργασιών μέσω της εξωτερικής αναθέσεως, ένα μεγάλο μέρος του εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού της Ινδίας θα ήταν υποχρεωμένο να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ, όπως συνέβαινε μέχρι το 2000. Η εξωτερική ανάθεση αρχικά οδηγεί σε απώλεια θέσεων εργασίας στις αναπτυγμένες χώρες όμως, από την άλλη πλευρά, εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα ενός μεγάλου αριθμού θέσεων εργασίας στη χώρα προελεύσεως καθώς μειώνει το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων και αυξάνει την παραγωγικότητά τους.

Γενικά, οι οικονομικές μονάδες θεωρούν πλέον τον κόσμο και την παγκόσμια αγορά ως ενιαία. Βασική επιδίωξή τους είναι: α) Η εκμετάλλευση των οικονομιών κλίμακας και κερδοφόρων επιχειρηματικών ευκαιριών, όπου αυτές υπάρχουν, αφού η μεγάλη αγορά δίδει τώρα περισσότερο από ποτέ αυτή τη δυνατότητα. Η αύξηση του ανταγωνισμού μειώνει τα περιθώρια κέρδους, ενώ η εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και των οικονομιών κλίμακος αυξάνει την ανταγωνιστικότητα, τα μερίδια αγοράς και τα κέρδη. β) Η αριστοποίηση των επιλογών εγκαταστάσεως των παραγωγικών και άλλων μονάδων τους, με στόχο τη μεγιστοποίηση της αξίας για τους μετόχους τους μέσω της αποτελεσματικότερης και αποδοτικότερης εξυπηρετήσεως των πελατών τους. Ειδικότερα, εξετάζονται οι δυνατότητες χρήσεως της εξωτερικής αναθέσεως σημαντικών βοηθητικών υπηρεσιών, ή της παραγωγής συγκεκριμένων εξαρτημάτων προϊόντων, ή της μετεγκαταστάσεως ολόκληρων παραγωγικών μονάδων της επιχειρήσεως (off-shoring) σε χώρες χαμηλού κόστους ή/και υψηλής διαθεσιμότητας εξειδικευμένου προσωπικού, με στόχο τη διατήρηση της ανταγωνιστικής και κερδοφόρας λειτουργίας. γ) Ο προσεκτικός σχεδιασμός και η ανάπτυξη των δικτύων διανομής ή των αλυσίδων ανεφοδιασμού της επιχειρήσεως στις διάφορες χώρες και αγορές στις οποίες θα αποφασίσει να εισέλθει. Σε πολλές περιπτώσεις ενδείκνυται η συνεργασία με εξειδικευμένες επιχειρήσεις εξυπηρετήσεως της πελατείας της επιχειρήσεως σε τομείς ταχείας μεταφοράς των προϊόντων, επισκευών και εξυπηρετήσεως των πελατών μετά την πώληση, κ.ά. δ) Η αριστοποίηση της στελεχώσεώς τους με εξειδικευμένο προσωπικό σε όλες τις αγορές και τις χώρες στις οποίες λειτουργούν, ανεξαρτήτως της χώρας από την οποία προέρχεται αυτό το προσωπικό. Η προσέλκυση κατάλληλων στελεχών σε παγκόσμιο επίπεδο αποτελεί σήμερα κύριο ανταγωνιστικό μέσο για τις διεθνοποιημένες επιχειρήσεις. ε) Η καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση των σύγχρονων δυνατοτήτων αποτελεσματικής και αποδοτικής χρηματοδοτήσεώς τους και διαχειρίσεως των διαθεσίμων τους στο παγκοσμιοποιημένο και άκρως ανταγωνιστικό χρηματοοικονομικό σύστημα στο οποίο έχουν ελεύθερη πρόσβαση, κ.ά.

Επιπτώσεις από την αδυναμία προσαρμογής στον νέο κόσμο

Η Ελλάδα ως πλήρες μέλος της Ζώνης του Ευρώ αποτελεί ενεργό μέλος του ενιαίου κόσμου. Απολαμβάνει στον μέγιστο δυνατό βαθμό τα πλεονεκτήματα από τη συμμετοχή της στη ΖτΕ και κυρίως την αξιοπιστία, τη νομισματική σταθερότητα (με τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια) και τις σημαντικές εισροές επενδυτικών και επιχορηγητικών πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα πλεονεκτήματα αυτά, σε συνδυασμό με την σταθεροποίηση – αποκρατικοποίηση και τη γενικότερη αναμόρφωση της ελληνικής οικονομίας στη δεκαετία του 1990, συνέβαλαν στη δυναμική ανάπτυξή της με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,2% τα τελευταία δέκα και πλέον έτη.

Όμως, η συμμετοχή μας στη ΖτΕ, και κατ’ επέκταση στον ενιαίο κόσμο, θέτει και ορισμένους εύλογους περιορισμούς που αφορούν τα μέσα πολιτικής που χρησιμοποιούνται για την διατήρηση και περαιτέρω ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας μας στην τρέχουσα και τις μελλοντικές περιόδους. Για τον σκοπό αυτό απαιτούνται: α) η εξασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας των αγορών και του ανταγωνισμού σε όλους τους τομείς, β) η συνεχής προσπάθεια για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων και γ) η διατήρηση συνθηκών μακροοικονομικής – δημοσιονομικής ισορροπίας. Ειδικότερα, απαιτείται: δ) ενίσχυση της συμβολής του κράτους στους τομείς της εξασφαλίσεως των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας στα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται στην Ελλάδα σε τέτοιο βαθμό που να ευνοείται η ανάληψη επιχειρηματικών κινδύνων στη χώρα μας, ε) αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης ισότιμα για όλους τους πολίτες - με επιτάχυνση των διαδικασιών επιλύσεως οικονομικών διαφορών, στ) αποτελεσματική εφαρμογή των νόμων από όλους, ζ) δημιουργία συνθηκών ασφάλειας των πολιτών και εξασφαλίσεως της προστασίας της υγείας των καταναλωτών και της προστασίας του περιβάλλοντος χωρίς να παρακωλύεται η αποτελεσματική λειτουργία των αγορών και του ανταγωνισμού, η) δραστική βελτίωση των συστημάτων εκπαιδεύσεως και υγείας με αποκατάσταση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ κρατικών και ιδιωτικών φορέων και σε αυτά τα συστήματα, θ) εξυγίανση του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφαλίσεως (ΕΣΚΑ), κ.ά.

Επιπλέον, με την ένταξη στη Ζώνη του Ευρώ, η Ελλάδα αποδέχεται τα ακόλουθα:

Πρώτον, ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων της δεν μπορεί πια να επιτευχθεί με την άσκηση εξωτερικής εμπορικής πολιτικής (δασμοί, ποσοτικοί περιορισμοί, επιδοτήσεις), ούτε με τη συναλλαγματική και νομισματική πολιτική (προνομιακά επιτόκια), όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Αντίθετα, η ανταγωνιστικότητα θα πρέπει να διαφυλάσσεται εν όψει της ταχείας ανατιμητικής πορείας του Ευρώ τα τελευταία έτη. Τα μέτρα πολιτικής που έχει στη διάθεσή της η Ελλάδα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας συνοψίζονται στα ακόλουθα: α) Στην προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την επίτευξη υψηλών ρυθμών αυξήσεως της παραγωγικότητας. Μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες στους τομείς της εκπαιδεύσεως και της αγοράς εργασίας, της δημόσιας διοικήσεως και των κρατικών οργανισμών και επιχειρήσεων, στην πολιτική ανταγωνισμού με το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων και την κατάργηση των νομοθετικών ρυθμίσεων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό σε βασικές αγορές, στην πολιτική για το περιβάλλον, τα χωροταξικά σχέδια, το κτηματολόγιο, την πολεοδομία, κ.ά. β) Στην προσαρμογή της πολιτικής μισθών και εισοδημάτων με στόχο την αναγκαία βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Δεδομένου ότι η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ισούται με την αύξηση των μισθολογικών αμοιβών μείον την αύξηση της παραγωγικότητας, βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα σημαίνει αύξηση των μισθών με ρυθμό χαμηλότερο από τον ρυθμό αυξήσεως της παραγωγικότητας. Επιπλέον, απαιτείται μεγαλύτερη συσχέτιση της αυξήσεως των μισθών με την αύξηση της παραγωγικότητας κατά κλάδο.

Δεύτερον, η ένταξη στη Ζώνη του Ευρώ δεν συνεπάγεται κατάργηση του διαχρονικού εισοδηματικού περιορισμού για τη χώρα, που επιβάλλει εξίσωση των δαπανών της σε μία συγκεκριμένη, σχετικά μακροχρόνια, περίοδο με το εισόδημά της στην ίδια περίοδο. Τα σημερινά μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας μας συνεπάγονται δαπάνες εξυπηρετήσεώς τους για τόκους και χρεωλύσια στο μέλλον και σε κάποια χρονική περίοδο η καθαρή εισροή κεφαλαίων στη χώρα θα καταστεί αρνητική. Όταν θα συμβεί αυτό, η εγχώρια ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες θα περιορισθεί και εάν αυτό δεν συνδυασθεί με ανάλογη αύξηση των καθαρών εξαγωγών, θα έχει ως συνέπεια τον περιορισμό του ρυθμού αυξήσεως του ΑΕΠ. Εάν δε στην περίοδο αυτή η ανάπτυξη επηρεάζεται αρνητικά και από μειωμένη ανταγωνιστικότητα, τότε η οικονομία μπορεί να απωλέσει σημαντικό μέρος της αναμφισβήτητης αναπτυξιακής της δυναμικής. Ειδικότερα, ο διαχρονικός εισοδηματικός περιορισμός έχει ιδιαίτερη εφαρμογή στο δημόσιο τομέα, στον οποίο η Ελλάδα αντιμετωπίζει μεγάλες ανισορροπίες αφού: α) Το εμφανές χρέος της γενικής κυβερνήσεως ξεπερνά το 92% του ΑΕΠ, ενώ θα έπρεπε να είναι μικρότερο του 60% του ΑΕΠ. β) Με τις ισχύουσες παραμέτρους του ΕΣΚΑ και με την τάση γηράνσεως του πληθυσμού που χαρακτηρίζει τη χώρα μας, το χρέος αυτό, εάν δεν ληφθούν έγκαιρα ουσιαστικά μέτρα για τη μεταρρύθμιση του ΕΣΚΑ, αναμένεται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, να ανέλθει στο 125% του ΑΕΠ το 2015 και στο 168% του ΑΕΠ το 2020. Απαιτείται, επομένως, η έγκαιρη εξάλειψη των ελλειμμάτων της γενικής κυβερνήσεως και η δημιουργία πλεονασμάτων, με ταυτόχρονη σημαντική αύξηση της συνταξιοδοτικής αποταμιεύσεως, αλλά και της συνολικής αποταμιεύσεως της χώρας ως ποσοστού του ΑΕΠ (από το 15% περίπου που είναι σήμερα).

 



[1]. Βλέπε, επίσης, τη μελέτη των V. Koutsogeorgopoulou & David Turner (2007), “The costs of delaying fiscal consolidation: A case study for Greece”, OECD, WP No. 582.

[2]. Στη Βουλγαρία ο ενιαίος φορολογικός συντελεστής είναι της τάξεως του 10% (έναντι 19,5% δύο έτη πριν) και στη Ρουμανία ανέρχεται στο 16%, αρκετά χαμηλότερος από αυτόν που ισχύει την Ελλάδα και μειώθηκε στο 25% από 1.1.2008 από 29% πριν.